was er brauchte, oder wünschte; vorzüglich sich selbst”.
Friedrich Schlegel, Athenäums-Fragmente
/ Lyceums-Fragmente / Ideen, 151.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η περίεργη ανθρώπινη δραστηριότητα του συλλέγειν είναι ενίοτε δύσκολο να εξηγηθεί επαρκώς. Δεν είναι ευρέως γνωστό ότι ο πατέρας της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόυντ υπήρξε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του παθιασμένος συλλέκτης. Στην πραγματικότητα, η συλλεκτική μανία του Φρόυντ, ο οποίος συνέλεγε κυρίως αρχαιότητες, αλλά και βιβλία και περσικά χαλιά, συνδέεται κατά μυστηριώδη τρόπο με την εξέλιξη της επιστήμης της ψυχανάλυσης. Ο Φρόυντ στα γραπτά του δεν παρείχε εξηγήσεις για την ενασχόλησή του με το συλλέγειν, αλλά τη συνέδεσε κυρίως με μια αισθαντική ευχαρίστηση. Όσο παράξενο και εάν ακούγεται η αρχαιολατρία του ιδρυτή της ψυχανάλυσης είναι μια καταφατική έκφραση της αρχαίας ευσέβειας και των παραδοσιακών αξιών, μια via regia (βασιλική οδός), της γνώσης των ασυνείδητων διεργασιών του νου, ανάλογη της πλατωνικής επιστήμης των ιδεών. Ο Φρόυντ ως αφοσιωμένος συλλέκτης κατάφερε να διασώσει σχεδόν όλη τη συλλογή του αρχαίων αντικειμένων από τους κατακτητές ναζί, μεταφέροντάς την στη Βρετανία, και να πεθάνει περιστοιχισμένος από τους «προγόνους» του, τους πιστότερους εκπροσώπους των νεώτερων και πανάρχαιων αληθειών της ψυχανάλυσης.
The strange human activity of collecting is sometimes difficult to be explained adequately. It is not widely known that the father of psychoanalysis Sigmund Freud was a passionate collector for most of his life. In fact, Freud’s collecting activity, as much as he collected mainly antiquities, but also books and Persian carpets, is mysteriously linked to the evolution of the science of psychoanalysis. In his writings, Freud did not provide explanations for his involvement with collecting, but he did connect it mainly with a sense of pleasure. Strange as it may sound, the love of antiquity of the founder of psychoanalysis is a positive expression of the ancient piety and the traditional values, a “via regia” (Kings’ road), the knowledge of the unconscious processes of the mind, analogous to the Platonic science of ideas. Freud, as a devoted collector, managed to save almost his entire collection of ancient artifacts from the Nazi conquerors, transferred it to Britain, and dying, surrounded by his “ancestors”, the most faithful representatives of the modern and ancient truths of psychoanalysis.
KEY WORDS: psychoanalysis, collecting, antiquity, Freudianism, sexuality, unconscious, science, interpretation of dreams, art
ΤΟ ΣΥΛΛΕΓΕΙΝ
Ορισμένες όψεις της ανθρώπινης δραστηριότητας φαίνονται με την πρώτη ματιά να μην είναι καθόλου εξαιρετικές ή μυστηριώδεις. Ωστόσο, εάν τις προσέξουμε καλύτερα, παρατηρούμε ότι είναι ιδιαίτερα περίπλοκες και όχι εύκολα κατανοητές. Μια από αυτές τις δραστηριότητες είναι το συλλέγειν. Το συλλέγειν συνιστά μια περίεργη ανθρώπινη δραστηριότητα, που μπορεί να περιγραφεί ως η συγκέντρωση και η αποθήκευση επιλεγμένων αντικειμένων. Η σχέση μας με τον υλικό κόσμο των πραγμάτων είναι αποφασιστικής σημασίας για τις ζωές μας, επειδή χωρίς αυτά οι ζωές μας δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρχουν και να συνεχίζονται· το συλλέγειν είναι μια θεμελιωδώς σημαντική όψη αυτής της περίπλοκης και συναρπαστικής σχέσης.[1]
Παρατηρώντας κανείς τους συλλέκτες, σύντομα ανακαλύπτει την αδυσώπητη ανάγκη τους, την πείνα τους, για αποκτήματα. Η διαρκής έρευνα για την απόκτηση νέων αντικειμένων αποτελεί ένα στοιχείο του πυρήνα της προσωπικότητάς τους. Σύμφωνα με τον καθηγητή, συλλέκτη και ψυχαναλυτή Βέρνερ Μιενστερμπέργκερ (Werner Muensterberger, 1913-2011), η τάση του συλλέγειν σχετίζεται με πολύ βαθύτερες ρίζες. Φαίνεται πως πρόκειται για μια ροπή που προέρχεται από μια όχι άμεσα αναγνωρίσιμη μνημονική αίσθηση στέρησης ή απώλειας ή τρωτότητας και μια συνεπακόλουθη λαχτάρα για υποκατάστατα, στενά συνδεδεμένη με ιδιοτροπία και κατήφεια.[2]
Οι ίδιοι οι συλλέκτες –αφοσιωμένοι, σοβαροί, ενθουσιώδεις, ανήσυχοι– δεν μπορούν να εξηγήσουν ή να κατανοήσουν αυτήν την ενόρμηση που κυριαρχεί στο είναι τους, ούτε μπορούν να εγκαταλείψουν το χόμπι τους. Πολλοί από αυτούς έχουν επίγνωση της χρόνιας ανησυχίας τους που μπορεί να συγκρατηθεί μόνο με νέα ευρήματα ή με νέα αποκτήματα. Μια νέα ανακάλυψη ή μιαν άλλη αγορά μπορεί να καταπραΰνει την πείνα τους, αλλά ο κορεσμός δεν έρχεται ποτέ.
Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ ενός αυθεντικού συλλέκτη και ενός ανθρώπου που απλά συσσωρεύει ετερόκλητα αντικείμενα σε έναν χώρο. Η διαφορά τους έγκειται στο ό,τι ο πρώτος έχει συνήθως έναν ορθολογικό σκοπό ως κίνητρο των πράξεών του, δηλαδή χρησιμοποιεί το νου του, ενώ στην περίπτωση του δευτέρου δεν λανθάνει καμία έλλογη σκοπιμότητα, που να οδηγεί στην οργάνωση και τη συστηματοποίηση του υλικού του.[3]
Τα πράγματα, είτε είναι συλλεκτικά είτε όχι, ξεδιπλώνουν την παρουσία τους μέσα στον χώρο. Σύμφωνα με τον Γάλλο στοχαστή Ανρί Λεφέβρ (Henri Lefebvre, 1901-1991): «μέσα στον χώρο, συναντιούνται το αντικειμενικό (κοινωνικο-οικονομικό) και το υποκειμενικό (ποιητικό) διάνοιγμα». Στον χώρο εγγράφονται οι διαφορές των αντικειμένων, τις οποίες ο συλλέκτης με χαρά αναγνωρίζει άμεσα. Έτσι ο χώρος για τον συλλέκτη, ακόμη και όταν είναι δύσβατος, δεν παύει να αποτελεί το πεδίο της περιχαρούς ανάπτυξης των δραστηριοτήτων του. Ο ανωτέρω στοχαστής σημειώνει ακόμη: «η δοκιμασία των συγκρούσεων και η δοκιμασία του χώρου τείνουν να συμπέσουν, για ο,τιδήποτε αυτοκαταφάσκεται και επιχειρεί το διάνοιγμά του, αντικειμενικό ή υποκειμενικό».[4]
Ο ΣΥΛΛΕΚΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΙΓΚΜΟΥΝΤ ΦΡΟΥΝΤ
Πορτραίτο του Σίγκμουντ Φρόυντ από τον Μαξ Πόλλακ (Max Pollak, 1886-1970) του 1914. Φαίνονται τα πρώτα στάδια της συλλογής του Φρόυντ.
Ο πατέρας της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόυντ (Sigmund Freud, 1856-1939) υπήρξε παθιασμένος και καλά πληροφορημένος συλλέκτης αρχαίας τέχνης επί πλέον των 40 ετών. Ο χώρος εργασίας του Φρόυντ, που περιείχε τον περίφημο καναπέ, το γραφείο και τη βιβλιοθήκη, στέγαζε ακόμη τουλάχιστον 3.000 αιγυπτιακά, ελληνικά, ρωμαϊκά, μεσανατολικά και ασιατικά αντικείμενα. Ο Φρόυντ αγόραζε κυρίως γλυπτά, αν και κατείχε κάποια δείγματα ζωγραφικής σε πηλό, πάπυρο και ύφασμα, και επίσης, τουλάχιστον 100 αρχαία γυάλινα δοχεία. Στο ιδιωτικό του μουσείο υπήρχαν ακόμη ανάγλυφα, προτομές, δακτυλίδια, πολύτιμοι λίθοι και εικόνες. Κατά κύριο λόγο, ο Φρόυντ επικεντρώθηκε στη συλλογή αιγυπτιακής τέχνης -στην οποία ανήκε περί το ήμισυ της συλλογής του- και δευτερευόντως στην αρχαιοελληνική, ρωμαϊκή και στα τελευταία του χρόνια, κινεζικής τέχνης.[5]
Όπως σημείωσε η ερευνήτρια Τζανίν Μπερκ (Janine Burke), «ο Φρόυντ δεν ήταν μόνος όταν εισήλθε στη θάλασσα των ονείρων», δηλαδή όταν επιχείρησε να ερμηνεύσει την ανθρώπινη ασυνείδητη δραστηριότητα του ονειρεύεσθαι. Στα τέλη του 1890, όταν συνέγραφε την Ερμηνεία των Ονείρων και άρχισε να δημιουργεί τη συλλογή του έργων τέχνης, καλλιέργησε το πάθος του για την Αρχαιότητα, την ομορφιά, τον μύθο και την αρχαιολογία.[6] Ανάμεσα στις εκατοντάδες αρχαιότητες του, ο Φρόυντ διάλεξε κάμποσα αγαλματίδια και τα τοποθέτησε πολύ κοντά του. Σύντροφοί του ήταν οι αρχαίοι θεοί της Ελλάδας, της Ρώμης, της Αιγύπτου, της Ινδίας, της Κίνας. Πάνω στο τραπέζι, τα όρθια ειδώλια βοηθούν στη συγγραφή του έργου του και στην αλληλογραφία του με φίλους. Για να στηρίξουν τους παράξενους στοχασμούς του σχετικά με τη σεξουαλικότητα και τον θάνατο, για να ενσαρκώσουν το ασυνείδητο και τη δύναμη του παρελθόντος.[7]
Στο γραφείο του Φρόυντ, εκτός των άλλων, υπήρχαν το άγαλμα ενός κινέζου σοφού, με το κεφάλι ελαφρά γερμένο και ένα χαμόγελο μακαριότητας στα χείλη και ο Ιμχοτέπ, μια αιγυπτιακή θεότητα της σοφίας και της ιατρικής, κρατώντας έναν ρολό από πάπυρο πάνω στα γόνατα. Πάνω στο τραπέζι όπου συνέγραφε ή πίσω από το ντιβάνι του, παντού όπου διέτρεχε το βλέμμα του, ο Φρόυντ αντίκριζε τα απομεινάρια του παρελθόντος. Μια παρόμοια αναζήτηση των απαρχών, μια συνεχής και παθιασμένη έρευνα της αρχαϊκής ιστορίας συνδέει την αρχαιολογική του συλλογή με την ψυχαναλυτική έρευνα. Για τον Φρόυντ, τα αρχαία ειδώλια με το ακίνητο βλέμμα που τον περιέβαλλαν αφηγούντο την «αθανασία των συναισθημάτων μας». Αυτά τα αρχαία σπαράγματα ενσαρκώνουν τη φροϋδική αναζήτηση της ανεύρεσης της ακεραιότητας του παρελθόντος του καθενός και της σύνδεσής του με ένα γενικό νόμο της ανθρώπινης ψυχής.[8]
Ο Φρόυντ παρατηρούσε πάντα σχολαστικά τα αντικείμενα που διάλεγε, αξιολογούσε την καλλιτεχνική τους αξία και έδινε μεγάλη σημασία στην αυθεντικότητά τους, στο ενδεχόμενο μιας πλαστογραφίας. Ως καλός συλλέκτης ήταν προσεκτικός με κάθε λεπτομέρεια, με την πλαισίωση, με τα σημεία που συντηρήθηκαν, εξακρίβωνε αν υπάρχουν χτυπήματα στην επιφάνεια, κάποιος λεκές στο μέταλλο ή κάποια φθορά στην πτύχωση του ενδύματος, που θα μπορούσε να ασχημύνει τα κομμάτια του. Στην περίπτωση που αμφέβαλλε μετέβαινε στο Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης (Kunsthistorisches Museum) της Βιέννης. Παρά τις προφυλάξεις του, δεν μπόρεσε να αποφύγει κάποια πλαστά ή κάποιες απομιμήσεις.[9]
Ο περίφημος καναπές του Σίγκμουντ Φρόυντ, περσικά χαλιά, ειδώλια, εικόνες κ.ά., αποθανατισμένα από τον φωτογράφο Έντμουντ Ένγκελμαν.
Χάρη στις αριστοτεχνικές φωτογραφίες του Έντμουντ Ένγκελμαν (Edmund Engelman, 1907-2000) –τραβηγμένες το 1938 κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες λίγο πριν εγκαταλείψει ο Φρόυντ τη ναζιστική Βιέννη για το Λονδίνο– έχουμε τη δυνατότητα να μεταφερθούμε στη μουσειακή ατμόσφαιρα του διαμερίσματός του της Μπεργκάσε 19, όπου διέμενε από το 1891.[10] Τα αρχαιολογικά αντικείμενα τοποθετημένα σε προθήκες, ράφια, τραπέζια κι ακόμη κρεμασμένα σε τοίχους συνωστίζονταν ασφυκτικά στους χώρους δουλειάς του (προθάλαμος αναμονής, δωμάτιο ψυχανάλυσης, γραφείο), μην αφήνοντας, ίσως από horror vacui, την παραμικρή επιφάνεια ελεύθερη. Η τεκμηριωτική δύναμη των φωτογραφιών του Ένγκελμαν συμπληρώνεται από τις καταθέσεις ατόμων που πέρασαν κατά διαστήματα από την Μπεργκάσε 19. Από αυτές ο λυρικός λόγος της Αμερικανίδας ποιήτριας Χίλντα Ντούλιτλ (Hilda Doolittle, 1886-1961) –σε ψυχαναλυτική θεραπεία κοντά στον Φρόυντ (1933-34)– έρχεται να δέσει απαράμιλλα με την εικόνα κάνοντας να αναδυθεί όλη η μυστηριακότητα της ψυχαναλυτικής φωλιάς. Η πρώτη επίσκεψη της επεφύλαξε έκπληξη: «Μου είχαν μιλήσει για τον Καθηγητή, την οικογένειά του, τον τρόπο ζωής του… Όμως κανείς δεν μου είχε πει ότι το δωμάτιό του ήταν γεμάτο θησαυρούς… Υπήρχαν οι αθάνατοι θεοί παραταγμένοι σε ημικύκλιο πάνω στο τραπέζι του Καθηγητή… Αυτοί οι θεοί, ο καθένας το υλοποιημένο σύμβολο μιας ιδέας ή ενός ονείρου αθάνατου». Περιτριγυρισμένος από τις αρχαιότητες, που παρά την ανεξάντλητη ποικιλία τους παρέπεμπαν ουσιαστικά σε τρεις μεγάλες γεωγραφικοπολισμικές ενότητες του αρχαίου κόσμου, Ελλάδα, Ρώμη, Αίγυπτο, της θύμιζε ο Φρόυντ αρχαιολόγο/διευθυντή μουσείου κι ίσως αυτή η ψευδαίσθηση να άρεσε και στον ίδιο.[11]
Η Αμερικανίδα ποιήτρια Χίλντα Ντούλιτλ, η οποία επισκέφθηκε τον χώρο εργασίας του Φρόυντ και εξεπλάγη από τη συλλογή του.
Γενικά, οι ασθενείς του Φρόυντ έμεναν κατάπληκτοι όταν εισέρχονταν για πρώτη φορά στα δωμάτιά του. Ο Σεργκέι Πάνκιεφ (Sergei Pankejeff, 1886-1979), ο «άνθρωπος με τους λύκους», αισθάνθηκε ότι δεν βρισκόταν σε ένα ιατρείο, αλλά σε αρχαιολογικό μουσείο, περιβαλλόμενος από «κάθε είδους ειδώλια και άλλα ασυνήθιστα αντικείμενα, που ακόμη και ένας άσχετος θα αναγνώριζε ότι επρόκειτο για αρχαιολογικά ευρήματα από την αρχαία Αίγυπτο». Όντας Ρώσος αριστοκράτης, ο Πάνκιεφ περιέγραψε στον Φρόυντ το όνειρό του για ένα δένδρο με τρεις λευκούς λύκους. Ο Φρόυντ αναφερόμενος στην περίπτωση αυτή, έδωσε στον Πάνκιεφ το ψευδώνυμο «ο άνθρωπος με τους λύκους». Σύμφωνα με τον Πάνκιεφ τα τεχνουργήματα από «μακρινές εποχές» δημιουργούσαν μια αίσθηση ιερότητας, «ιερής ειρήνης και ησυχίας… Όλα συνέβαλλαν στην καλλιέργεια ενός αισθήματος αναχώρησης από τον ορυμαγδό της μοντέρνας ζωής, ενός καταφυγίου που προστάτευε από τις φροντίδες της καθημερινότητας».[12]
Στον χώρο εργασίας του, ο Φρόυντ δημιούργησε μια ιδιωτική γκαλερί κρατημένη μακριά από τον κόσμο της καθημερινότητας: κανένα από τα τεχνουργήματά του δεν επιτρεπόταν σε άλλον χώρο στο διαμέρισμα που μοιραζόταν με τη Μάρθα, τα έξι παιδιά τους και την Μίνα Μπέρναϋς (Minna Bernays, 1861-1951), την αδελφή της Μάρθα. Ο χώρος εργασίας του Φρόυντ ήταν πλούσιος, εξωτικός και ιδιοσυγκρασιακός· η διαρρύθμιση του υπόλοιπου διαμερίσματος ήταν άνετη, αστική και αδιάφορη.[13]
Η αδελφή της συζύγου του Φρόυντ, Μίνα Μπέρναϋς, που συγκατοικούσε με την οικογένεια του ιδρυτή της ψυχανάλυσης.
Για τον Φρόυντ, το μεγαλειώδες εγχείρημα της ψυχανάλυσης και της συλλογής του έργων τέχνης αναπτύχθηκαν ταυτόχρονα, σε μια συμβιωτική, αλληλένδετη σχέση, καθώς το ένα σχημάτιζε και εμπλούτιζε το άλλο. Ο Φρόυντ δεν υπήρξε ποτέ ένας πλούσιος άνθρωπος. Στα πρώτα χρόνια της συγκρότησης της συλλογής του, είχε μια αναπτυσσόμενη οικογένεια, αλλά και εκτεταμένους εν γένει οικογενειακούς δεσμούς, οι οποίοι συχνά απαιτούσαν οικονομική ενίσχυση. Μάλιστα, η πρακτική της ιατρικής δραστηριότητάς του, δεδομένων των αμφιλεγόμενων θεωριών του, δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ανθηρή. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν συχνά ασθενείς από τη Βρετανία και την Αμερική που εισέρχονταν στη Μπεργκάσε 19 και όχι Βιεννέζοι. Όταν ο Φρόυντ έλαβε ένα ειδοποιητήριο από την εφορία με το οποίο εκφραζόταν δυσπιστία για την επιστροφή φόρου του «καθόσον είναι γνωστό ότι η φήμη ελκύει ασθενείς που μπορούν να πληρώσουν υψηλές αμοιβές προερχόμενες από ξένες χώρες», ο Φρόυντ απήντησε στεγνά, «Σημειώνω με ευχαρίστηση αυτή την πρώτη επίσημη αναγνώριση που βρήκε το έργο μου στην Αυστρία».[14]
Η ΦΡΟΥΔΙΚΗ/ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΕΓΕΙΝ
Θα αναρωτιέται κανείς, ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης ως ενθουσιώδης συλλέκτης έργων τέχνης, τί έχει να μας πει σχετικά με την ψυχολογία του συλλέγειν; Δυστυχώς, ο Φρόυντ σπάνια αναφέρεται στην προσωπική του συλλογή, και ποτέ δεν δήλωσε άμεσα ποια σημασία είχαν τα ξεχωριστά αποκτήματά του για εκείνον. Δεν έγραψε, σε μια μακρά και παραγωγική εκδοτική σταδιοδρομία, περισσότερες από λίγες προτάσεις για αυτούς τους «παλαιούς και ρυπαρούς θεούς».[15] Όπως και άλλες ενδιαφέρουσες παραλείψεις στα γραπτά του –σχετικά με τη μητέρα του, τη σεξουαλικότητά του, και τον γάμο του– το πάθος του για τη συλλογή του περιελάμβανε επίσης, αγάπη, επιθυμία, ευχαρίστηση και κατοχή.[16]
Σε αρκετά γραπτά του, ο Φρόυντ προχώρησε στη διαπίστωση μιας αναλογίας της αρχαιολογίας προς την ψυχανάλυση, στο βαθμό που και οι δύο είναι ανακατασκευές του παρελθόντος μέσα από θαμμένα σπαράγματα, αλλά μόνο ιδιαίτερα σπάνια ο Φρόυντ συσχέτισε αυτήν την αναλογία με τη δική του αρχαιολογική συλλογή. Ορισμένες από τις αρχαιότητες του έχουν έναν προφανή σύνδεσμο με τις θεωρίες του –ένα ελληνικό αγγείο όπου εμφανίζεται σε αναπαράσταση ο Οιδίπους και η Σφίγγα, ένα ειδώλιο από τερακότα που απεικονίζει τον Έρωτα– αλλά με τα περισσότερα δεν συμβαίνει αυτό. Στα θεωρητικά γραπτά του, ο Φρόυντ μόνο σπάνια αναφέρεται στο συλλέγειν ως ένα ψυχολογικό φαινόμενο. Η περίεργη σιωπή του Φρόυντ πάνω σε αυτό το θέμα μπορεί να συγκριθεί με την απροθυμία του να εκθέσει την προσωπική του ζωή σε αδιάκριτα βλέμματα, όπως για παράδειγμα το έπραξε με την ερμηνεία των δικών του ονείρων.
Ο Φρόυντ δημιούργησε τη συλλογή του κατά τη διάρκεια της μεγάλης εποχής των αρχαιολογικών ανακαλύψεων. Ο ήρωάς του Ερρίκος Σλήμαν (Heinrich Schliemann, 1822-1890), ο τολμηρός φίλος της περιπέτειας, ήταν ο ερασιτέχνης που ανακάλυψε την τοποθεσία της Τροίας το 1871. Το 1900, ο Άρθουρ Έβανς (Arthur Evans, 1851-1941) άρχισε την ανασκαφή των Ανακτόρων του Μίνωα στην Κνωσό της Κρήτης· 22 έτη αργότερα ο Χάουαρντ Κάρτερ (Howard Carter, 1874-1939) ανακάλυψε τον τάφο του Φαραώ Τουταγχαμών. Ο Φρόυντ, λοιπόν, ήταν πρόθυμος να συγκρίνει τη διαδικασία της ψυχανάλυσης με την αρχαιολογία, αφού, σύμφωνα με τα λεγόμενά του: «ο ψυχαναλυτής, όπως ο αρχαιολόγος, πρέπει να ξεσκεπάσει κάθε στρώμα που καλύπτει την ψυχή του ασθενούς, προτού να οδηγηθεί στους βαθύτερους, τους πιο πολύτιμους θησαυρούς».[17] Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν συλλέκτης ή εξαιτίας αυτού, ο Σίγκμουντ Φρόυντ δεν ενδιαφέρθηκε να εφαρμόσει την ψυχανάλυση στο ψυχολογικό και ανθρωπολογικό φαινόμενο του συλλέγειν. Ακόμη και η τελευταία κατοικία του, στο Μάρεσφιλντ Γκάρντεν 20, στο Χάμπστεντ του Λονδίνου, είναι εύγλωττη για το γεγονός αυτό, αφού είναι γεμάτη από αρχαιότητες, σε ράφια και κούτες, σε κορνίζες τζακιού και τραπέζια, αλλά και στο γραφείο του. «Ο πυρήνας της παράνοιας», είχε σημειώσει το 1908, «συνίσταται στην αποκόλληση της libido από τα αντικείμενα. Ο συλλέκτης ακολουθεί μια αντίστροφη πορεία, καθώς κατευθύνει την υπερχείλιση της libido του σε ένα άψυχο αντικείμενο: μια αγάπη/ένας έρως των αντικειμένων».[18]
Στην αλληλογραφία του με τον φίλο του Βίλχελμ Φλις (Wilhelm Fließ, 1858-1928), ο Φρόυντ είχε αποδείξει ότι όταν μια γεροντοκόρη έχει ένα σκυλί ή ένας ηλικιωμένος εργένης κάνει συλλογή από ταμπακιέρες, η μεν πρώτη αντισταθμίζει την ανάγκη της για συζυγική ζωή, ο δε δεύτερος την επιθυμία του για πολλαπλές κατακτήσεις. Το συμπέρασμά του δεν αφήνει καμία αμφιβολία: «Όλοι οι συλλέκτες είναι ρεπλίκες του Δον Ζουάν Τενόριο».[19]
Έτσι, εάν εξεταστούν λίγες από τις παρατηρήσεις στις οποίες προέβη ο Φρόυντ, μπορεί κανείς να συμπεράνει πως θεωρεί ότι οι ψυχολογικές ρίζες του συλλέγειν βρίσκουν το έδαφός τους στην αισθαντική ευχαρίστηση. Με πιο απλή διατύπωση, το συλλέγειν είναι ένα πάθος. Ο Φρόυντ συσχέτισε το πάθος του ενήλικα για το συλλέγειν με τα διαφορετικά στάδια της ανάπτυξης: το στοματικό, το πρωκτικό και το γεννητικό. Η λιμπιντινική εξήγηση από τον Φρόυντ της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης έχει θεωρηθεί ατελής από τους μεταγενέστερους ψυχαναλυτές, και οι απόψεις του έχουν αναθεωρηθεί ριζικά. Πάντως ο αναγνώστης των έργων του Φρόυντ θα συναντήσει την τυπική προσέγγιση των δραστηριοτήτων των ενηλίκων που ενέχουν «υψηλό» διανοητικό επίπεδο και περιεχόμενο μέσα από την αναγωγή τους σε πρωτόγονες πηγές, ριζωμένες στις χαρές του θηλάσματος, τη συγκράτηση των περιττωμάτων και στη διέγερση των γεννητικών οργάνων.[20]
Η αγάπη του Φρόυντ για την Αρχαιότητα συνδέει τις γνωστικές του ικανότητες και την προσωπικότητά του με το ξεδίπλωμα του αφηγήματος της ψυχανάλυσης ως νέας θεραπευτικής μεθόδου και επιστήμης. Η αρχαιολατρία του Φρόυντ άσκησε μεγάλη επίδραση στη ζωή και στο έργο του.[21] Σε μια επιστολή του (2/2/1931) προς τον Αυστριακό συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ (Stefan Zweig, 1881-942), ο Φρόυντ μεταξύ άλλων συνοψίζει και αποτιμά με λίγες μόνο γραμμές τις πολλές θυσίες που κατέβαλλε για να δημιουργήσει την ιδιωτική του συλλογή αρχαιοτήτων, ότι «ανέγνωσε περισσότερη Αρχαιολογία παρά Ψυχολογία»[22] και ότι «σχεδόν κάθε χρόνο του ήταν απαραίτητο να μεταβεί στη Ρώμη ή τουλάχιστον στην Ιταλία».[23]
Ο Αυστριακός συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ, με τον οποίο ο Φρόυντ διατηρούσε συχνή επιστολιμαία επικοινωνία.
Άλλωστε, το γεγονός ότι ο Φρόυντ άρχισε να συλλέγει αρχαία αντικείμενα και έργα τέχνης, αλλά και να ασχολείται με την αρχαιολογία εντατικά, επιθυμώντας να ταυτιστεί με διευθυντή μουσείου ή αρχαιολόγο επί το ανασκαφικό έργο, την εποχή του θανάτου του πατέρα του το 1896, μπορεί να σημαίνει ότι αναζητούσε το χαμένο Υπερεγώ του, μέσα από τους αρχαίους «προγόνους», από τους οποίους περιστοιχιζόταν. Ο Φρόυντ συγκλονίστηκε από το συμβάν του θανάτου του πατέρα του και σημείωσε: «Στον εσωτερικό εαυτό μου αισθάνομαι τώρα ξεριζωμένος». Ο θάνατος του Ιακώβου Φρόυντ προκάλεσε μια κρίση κατά την οποία ο Φρόυντ βυθίστηκε στο ασυνείδητό του, στις υπόγειες κοιλότητες του θαμμένου εαυτού του. Το βιβλίο Ερμηνεία των Ονείρων ήταν το αποτέλεσμα αυτού του οδυνηρού και συναρπαστικού ταξιδιού αυτοανάλυσης, η θεμέλια λίθος του επιστημονικού έργου του. Για τον Φρόυντ, το πένθος και η συλλεκτική δραστηριότητα ευθυγραμμίστηκαν σε αυτήν τη μεταβατική φάση της ζωής του.[24] Η συλλεκτική αυτή δραστηριότητα του Φρόυντ δεν έπαυσε μέχρι τον θάνατό του, αφού διαρκώς κυνηγούσε νέους θησαυρούς και αναζητούσε το κάλλος, συντηρώντας την ελπίδα να δει την τέχνη ως μια μορφή προφύλαξης από τον θάνατο και την υπερβολή των παθών.[25]
Η ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΙΑ ΩΣ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗΣ
Όσον αφορά αυτήν την επίμονη αρχαιολατρία του Φρόυντ, ένα ενδιαφέρον ερώτημα είναι με ποιόν τρόπο η Νεωτερικότητα της φροϋδικής επιστήμης βρήκε την έκφρασή της στους πολιτισμούς της Αρχαιότητας, πως μπορεί να απηχεί ακόμη τις φωνές μιας αρχαίας ευσέβειας, στο βαθμό μάλιστα που μας υποσχέθηκε την τελική κατίσχυση επί του παρελθόντος μας και το λυκόφως των ειδώλων της ανθρωπότητας. Μια παρόμοια κατάσταση φανερώνεται με την περίεργη φράση “via regia” που ο Φρόυντ χρησιμοποιεί στην Ερμηνεία των Ονείρων. Στο έργο αυτό ο Φρόυντ δήλωσε ότι «η ερμηνεία των ονείρων είναι η βασιλική οδός (via regia) της γνώσης των ασυνείδητων διεργασιών του νου». Η ρήση αυτή υπόσχεται τη διάνοιξη ενός πλατυού δρόμου προς τον Αχέροντα της ανθρώπινης εμπειρίας, οδηγώντας μας στον τρομακτικό Κάτω Κόσμο, ο οποίος, αν είμαστε αρκετά θαρραλέοι, θα μας διδάξει «τα ατομικά, άφθαρτα στοιχεία της ανθρώπινης ψυχής, τις δαιμονικές δυνάμεις που δημιουργούν την ονειρική επιθυμία και τα οποία επανακαλύπτουμε στο ασυνείδητό μας».[26]
Η via regia μπορεί να συνδεθεί με τα εκκλησιαστικά λατινικά της μετάφρασης της εβραϊκής έκφρασης derek hammelek (דֶּרֶך הַמֶּלֶך), της «Βασιλικής Οδού» των Αριθμών 20:14-21[27] (η έκφραση αναφέρεται στην παλαιά εμπορική οδό ανάμεσα στη Δαμασκό και την Άκαμπα). Επίσης στο έργο του Φίλωνα Ιουδαίου ο Λόγος είναι η αληθινή βασιλική οδός που οδηγεί στη γνώση του Πατρός και ακολουθεί την αριστοτελική μεσότητα των αρετών.[28] Ωστόσο, εδώ θα πρέπει να γίνει αναφορά στη βασιλική οδό της πλατωνικής επιστήμης, δηλαδή της ενόρασης των ιδεών και προπαντός του Αγαθού-Θεού-Ενός, την ιερά επιστήμη των νεοπλατωνικών στοχαστών. Έτσι η συλλογή αρχαιοτήτων του Φρόυντ μπορεί να θεωρηθεί και αυτή τμήμα της βασιλικής επιστημονικής οδού του πατέρα της ψυχανάλυσης.
Επομένως, δεν πρέπει να μας ξενίζει πως η αρχαιολατρία που εκφράζει η συλλεκτική μανία του Φρόυντ, μοιάζει να έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι ήταν ένας φιλόσοφος της Νεωτερικότητας, ένα αργοπορημένο τέκνο του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα. Συχνά αναφέρεται από τους μελετητές του, ότι εάν ο Φρόυντ πίστευε σε κάποιον θεό, αυτός ήταν ο Λόγος. Όμως, ο ορθολογισμός δεν υπήρξε προνόμιο μόνον της Νεώτερης Εποχής. Βέβαια, σε ένα από τα πιο αποκαλυπτικά κείμενά του, “Το ερώτημα περί ενός Weltanschauung (Κοσμοειδώλου)”, ένα καταληκτήριο δοκίμιο του βιβλίου Νέες Εισαγωγικές Διαλέξεις για τη Ψυχανάλυση,[29] ο Φρόυντ υποστήριξε ότι η ψυχανάλυση δεν απαιτεί το δικό της κοσμοείδωλο στο βαθμό που αποτελεί τμήμα της επιστήμης. Επομένως, το γενικό επιστημονικό κοσμοείδωλο ταυτίζεται με αυτό της ψυχανάλυσης. Ωστόσο, κάθε εποχή έχει τις δικές της επιστημονικές αντιλήψεις, οι οποίες, αν και φαινομενικά ασύμβατες με τις παλαιότερες, δεν διαφέρουν σε όλα από αυτές, ιδιαίτερα μάλιστα στο βαθμό που εκφράζουν τις αιώνιες αξίες του ανθρώπινου γένους.
Επίσης, ο Φρόυντ απεχθανόταν τη μοντέρνα τέχνη. Όταν ο φίλος του Όσκαρ Πφίστερ (Oskar Pfister, 1873-1956) δημοσίευσε ένα βιβλίο στο οποίο συζητούσε τον Εξπρεσιονισμό υπό ψυχαναλυτική οπτική, ο Φρόυντ το διάβασε με «ενδιαφέρον αλλά και αποστροφή», σημειώνοντας: «Είμαι φοβερά μη ανεκτικός με τους απατεώνες, καθώς βλέπω μόνον την επιβλαβή πλευρά τους και καθόσον αφορά αυτούς τους υποτιθέμενους «καλλιτέχνες» είμαι ένας από εκείνους που θα κατηγορούσες ως Φιλισταίους και ακαλλιέργητους». Ο Φρόυντ συνεχάρη τον Πφίστερ γιατί εξήγησε «την αιτία που αυτοί οι άνθρωποι στερούνται το δικαίωμα να διεκδικούν το όνομα του καλλιτέχνη». Οι σουρεαλιστές επέμεναν ότι ο Φρόυντ ήταν ο πνευματικός τους πατέρας, ενώ ο ίδιος τους θεωρούσε «τελείως τρελούς». Ωστόσο, όταν ο ζωγράφος Σαλβαντόρ Νταλί επισκέφθηκε τον Φρόυντ το 1938 και σκίτσαρε το πορτραίτο του, εντυπωσιάστηκε από αυτόν τον «νεαρό Σπανιόλο… με τους ειλικρινείς φανατικούς οφθαλμούς του και την αναντίρρητη τεχνική του δεξιοτεχνία».[30]
Επομένως, λοιπόν, ο Φρόυντ καταδύθηκε στο ασυνείδητο και τις ενορμήσεις του όχι για να τις επαινέσει, αλλά για να τις κατανοήσει και ει δυνατόν για να τις κατακτήσει. Παρότι ο Φρόυντ διέγνωσε ότι η βάσανος του Υπερεγώ των συγχρόνων του ήταν εξαιρετικά τιμωρητική, παρότι αποδοκίμασε ό,τι θεώρησε ως υποκρισία σχετικά με τις θεμελιώδεις ανάγκες και επιθυμίες στον πολιτισμό του, δεν κάλεσε τους ανθρώπους να απορρίψουν την υπευθυνότητα της συνείδησης, πόσο μάλλον τους καλούς τρόπους. Όσοι από τους επιφανειακούς αναγνώστες του Φρόυντ, ιδιαίτερα της δεκαετίας του 1920, θεώρησαν ότι στις διδαχές του υπάρχει η προτροπή να δοθεί τέλος σε όλες τις απαγορεύσεις και η προτροπή για υπερβολική ελευθερία, μοιραία παρανόησαν το θεραπευτικό ιδεώδες του.[31] Επομένως, η αρχαιολατρία του Φρόυντ συνδυάζεται με τη δυνατότητα να «εορταστούν» τρόπον τινά ξανά οι παραδοσιακές αξίες των αρχαϊκών πολιτισμών, οι οποίες λησμονήθηκαν στην εποχή του. Η συλλεκτική αρχαιολατρική μανία του Φρόυντ ήταν μια αναζήτηση της αριστείας.[32]
Το γραφείο του Φρόυντ, όπου παρατίθενται τα αγαπημένα ειδώλια της συλλογής του, καθώς και άλλα αντικείμενα.
Εκτός των άλλων, η αρχαιολατρία του Φρόυντ, όπως εκφράστηκε μέσα από το έργο του και τη συλλογή του αρχαίων αντικειμένων, συνδέεται με την κατασκευή ενός περιβάλλοντος χώρου της ψυχανάλυσης, που αποτελεί μια ουσιώδη όψη της θεραπευτικής διαδικασίας. Ο Φρόυντ επινόησε τον πυρήνα της χωρικής διάταξης –με τον ασθενή ξαπλωμένο σε έναν καναπέ και τον αναλυτή να κάθεται πίσω από την κεφαλή εκτός θέασης. Η χωρική αυτή διάταξη παραμένει αποδεκτή από την ψυχαναλυτική πρακτική μέχρι σήμερα. Επιπροσθέτως, τα αρχαία ή μη αντικείμενα στον χώρο εργασίας του Φρόυντ έτρεφαν την φαντασία και τον στοχασμό του, τον βοηθούσαν να συγγράφει, παρέχοντάς του ένα ακροατήριο, ένα καταφύγιο και ενθάρρυνση. Με άλλα λόγια, τον βοηθούσαν να σταθεροποιεί τις σκέψεις του, ώστε να μην του διαφεύγουν.[33] Η συλλογή αρχαιοτήτων κάλυπτε τις ψυχικές ανάγκες του Φρόυντ. Το ζητούμενο της αυτοσυγκρότησης του υποκειμένου για την ψυχανάλυση περνάει μέσα από την ατομική του ιστορία, που ο Φρόυντ είδε ως αφήγηση. Επομένως, ο Φρόυντ ίσως για αυτό ήταν μανιώδης συλλέκτης, για να κατασκευάζει αφηγήσεις και ερμηνείες. Βλέποντας τα αντικείμενα στον προσωπικό του χώρο εμπνεόταν για να προβεί στην ανάλυσή του, καθώς τα συνέδεε με μνημονικές παραστάσεις.[34]
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΑΦΟΣΙΩΜΕΝΟΥ ΣΥΛΛΕΚΤΗ
Η συλλογή του Φρόυντ αποτελείτο κυρίως από αντικείμενα γλυπτικής. Όμως, εκτός από αρχαιότητες, στη συλλογή του υπήρχαν περί τα 3.000 βιβλία και 20 περσικά χαλιά –μάλιστα μερικά σκέπαζαν τον φροϋδικό καναπέ και διατηρούνται μέχρι σήμερα. Το Άνσλους (Anschluss), η προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία το 1938, ανάγκασε την οικογένεια του Φρόυντ να εγκαταλείψει τη Βιέννη και να μεταβεί στο Λονδίνο·[35] ο Φρόυντ ήθελε να αποφύγει την κατάσχεση της τεράστιας συλλογής του. Με τη βοήθεια της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη (Princess Marie Bonaparte, 1882-1962),[36] τον επίσημο εκτιμητή του Μουσείου Ιστορίας της Τέχνης της Βιέννης και άλλους, κατάφερε να μεταφέρει όλα τα αντικείμενα μαζί του, εκτός από τα περισσότερα βιβλία του, των οποίων ένα μεγάλο μέρος είτε εξ ανάγκης είτε εξαιτίας του όγκου τους, πωλήθηκε πριν την αναχώρηση.[37]
Η πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη υπήρξε ασθενής και μαθήτρια του πατέρα της ψυχανάλυσης. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, η πριγκίπισσα είχε σοβαρές ψυχοσωματικές διαταραχές που την οδήγησαν να ζητήσει τη βοήθεια του Φρόυντ. Ο τελευταίος δέχθηκε την πριγκίπισσα το 1925, ενώ ένα χρόνο αργότερα η Μαρία Βοναπάρτη μαζί με άλλους ίδρυσε τη Ψυχαναλυτική Εταιρεία των Παρισίων.
Πάντως η περιουσία της Μαρίας Βοναπάρτη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διάσωση του Φρόυντ από τα νύχια των ναζί, αφού μπόρεσε να εξασφαλίσει τα λύτρα για τη διαφυγή του. Στην ταραγμένη περίοδο της ανόδου των ναζί στην Ευρώπη, η Μαρία Βοναπάρτη βοήθησε ακούραστα τις μάζες των ψυχαναλυτών που έφευγαν από την κατεχόμενη Κεντρική Ευρώπη, είτε για να εγκατασταθούν στη Γαλλία, είτε για να συνεχίσουν την εξορία τους σε άλλα μέρη. Βίζες, άδειες διαμονής, άδειες εργασίας και οικονομική βοήθεια συχνά περνούσαν από το χέρι της πριγκίπισσας.[38]
Αμέσως μετά την άφιξη στη Μεγάλη Βρετανία ως μετανάστης ο Φρόυντ έγραψε στη Μαρία Βοναπάρτη, της οποίας την οικία στο Παρίσι είχε χρησιμοποιήσει προσωρινά καθ’ οδόν από τη Βιέννη: «Περιβαλλόμενοι από αγάπη επί δώδεκα ώρες, αφιχθήκαμε περήφανοι και πλούσιοι υπό την προστασία της Αθηνάς (8 Ιουνίου 1938)» –μια ευγνώμονα αναφορά σε ένα μικρό, ιδιαίτερα πολύτιμο ειδώλιο, το οποίο η Μαρία Βοναπάρτη είχε μόλις επιστρέψει στον Φρόυντ, αφού το φυγάδευσε λαθραία από τη Βιέννη, όταν είχε φοβηθεί ότι ίσως θα έχανε όλη τη συλλογή του. Η Μαρία Βοναπάρτη είχε πληρώσει τα λύτρα, 25% φόρο, τον οποίο απαίτησαν οι ναζί για τη μεταφορά της περιουσίας του Φρόυντ, ιδιαίτερα όσον αφορά τις αρχαιότητες.[39]
Ο χώρος εργασίας του Φρόυντ στο ομώνυμο Μουσείο του Λονδίνου, διατηρημένος στην εντέλεια.
Όταν ο Φρόυντ εγκατέλειψε τη Βιέννη για το Λονδίνο το 1938, όντας βαριά άρρωστος από καρκίνο, δήλωσε ότι «μια συλλογή στην οποία δεν γίνονται νέες προσθήκες είναι στην πραγματικότητα νεκρή». Χάρη στην ευγνωμοσύνη των φίλων του και στην καλή του τύχη, ο Φρόυντ κατάφερε να μεταφέρει γρήγορα όλες τις αρχαιότητες μακριά από τους κατακτητές ναζί. Σήμερα η συλλογή εκτίθεται στη διεύθυνση Μάρεσφιλντ Γκάρντεν 20, στο Χάμπστεντ –το σύγχρονο Μουσείο Φρόυντ στο Λονδίνο– όπου και απεβίωσε στις 23 Σεπτεμβρίου 1939. Το 1971, μια επιλογή αρχαιοτήτων δωρίστηκε από την κόρη του Άννα Φρόυντ για τον εορτασμό του ανοίγματος του Μουσείου Σίγκμουντ Φρόυντ της Βιέννης στη Μπεργκάσε 19. Ο Φρόυντ επέλεξε να πεθάνει στο γραφείο του, περιβαλλόμενος από «τους προγόνους της επιλογής του, τους πιστότερους συνεργάτες του, και τους εκπροσώπους των ανασκαφέντων αληθειών της ψυχανάλυσης».[40]
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Από τα ανωτέρω θα συμπέρανε κανείς τα εξής: α. ο συλλεκτισμός του Φρόυντ αποτέλεσε καταφανώς μια μακρά και αδιάκοπη δραστηριότητά του στο μεγαλύτερο τμήμα της ζωής του β. ο πατέρας της ψυχανάλυσης θεωρούσε το συλλέγειν προσωπικό ζήτημα, το οποίο δεν συζητούσε, ούτε έγραφε για αυτό, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, γ. οι λίγες αναφορές του Φρόυντ στο συλλέγειν το συνδέουν με την αισθαντική ευχαρίστηση και το ταυτίζουν με ένα πάθος δ. υφίσταται μια μυστηριώδης και δημιουργική συσχέτιση της επιστήμης της ψυχανάλυσης και του συλλέγειν: στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αρχαιολογική ανασκαφική δραστηριότητα αντιστοιχεί μεταφορικά στη διαδικασία ανάσυρσης του προσωπικού παρελθόντος ενός ανθρώπου, και στη συγκρότηση ενός ιδιαίτερου αφηγήματος.
Από ιστορική άποψη αφθονούν τα στοιχεία και οι πληροφορίες για τη συλλεκτική δραστηριότητα του Φρόυντ. Ο τελευταίος δημιούργησε μια προσωπική γκαλερί στον χώρο εργασίας του, ώστε από τη μια πλευρά να υποστηρίζει μνημονικά τη συγγραφική του δραστηριότητα, και από την άλλη πλευρά να διαφεύγει από τον ορυμαγδό της καθημερινής πραγματικότητας, βρίσκοντας καταφύγιο στα ειδώλια και τα άλλα αντικείμενα της συλλογής του. Ο Φρόυντ θεωρούσε κάθε νέα ανακάλυψη και την αγορά κάθε νέου κομματιού ως έναν μικρό θρίαμβο, που νοηματοδοτούσε και χαροποιούσε την ύπαρξή του. Επομένως, πράγματι ο Φρόυντ υπήρξε ένας πραγματικός συλλέκτης, που μάλιστα χρησιμοποίησε τις γνωριμίες του για τη μεταφορά της συλλογής του στη Βρετανία, ώστε να τη διασώσει από τους ναζί, οι οποίοι είχαν προσαρτήσει την Αυστρία το 1938. Η αφοσίωση του Φρόυντ στη συλλογή του αφήνει να διαφανεί μια ακόμη έξοχη πλευρά της ζωής και του έργου του, που σημάδεψαν ανεξίτηλα και πολυειδώς την ιστορία των επιστημονικών ιδεών της Νεωτερικότητας και της Μετα-Νεωτερικότητας.
Παραπομπές-Σημειώσεις
[1] Susan M. Pearce, On Collecting. An investigation into collecting in the European Tradition, Routledge, London-New York 1999, 3.
[2] Werner Muensterberger, Collecting: An Unruly Passion: Psychological Perspectives, Princeton University Press, New Jersey-Chichester, West Sussex 1994, 3.
[4] Ανρί Λεφέβρ, Χέγκελ – Μαρξ – Νίτσε, ή, Το βασίλειο των σκιών, μτφρ. Βασίλης Δωροβίνης, εκδ. Ράππα, Αθήνα 1976, 296.
[5] Lynn Gamwell, “The Origins of Freud’s Antiquities Collection”, στο: Lynn Gamwell-Richard Wells (eds), Freud & Art: His Personal Collection of Antiquities, Freud Museum, London 1989, 21.
[6]Janine Burke, The Sphinx on the Table: Sigmund Freud’s Art collection and the Development of Psychoanalysis, New York: Walker & Company, 2006, 1-2.
[7]Lydia Flem, Φρόιντ. Η διανοητική περιπέτεια, μτφρ. Ρεβέκκα Πεσσάχ, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2001, 54.
[10]Berggasse 19. Sigmund Freud’s Home and Offices, Vienna 1938. The Photographs of Edmund Engelman, Basic Books, New York 1976.
[11] Χρήστος Μπουλώτης, «Η αρχαιολογία στη ζωή και στο έργο του Φρόυντ», Διαβάζω 150 (10/9/1986) 60-61.
[12] Janine Burke, The Sphinx on the Table, ό.π., 3. Πρβλ. Χρήστος Μπουλώτης, «Η αρχαιολογία στη ζωή και στο έργο του Φρόυντ», ό.π., 62.
[13] Janine Burke, The Sphinx on the Table, ό.π., 5.
[14] Janine Burke, The Sphinx on the Table, ό.π., 6.
[15] «… οι οποίοι λαμβάνουν μέρος στο έργο μου ως πρες παπιέ για τα χειρόγραφά μου». Βλ. Janine Burke, The Sphinx on the Table, ό.π., 5.
[16] Janine Burke, The Sphinx on the Table, ό.π., 7.
[17] Janine Burke, The Sphinx on the Table, ό.π., 3-4.
[18] Philipp Blom, To Have and to Hold. An intimate history of collectors and collecting, The Overlook Press, Woodstock & New York 2003, 217.
[19] Lydia Flem, Φρόιντ, ό.π., 56. Ο ΔονΖουάνΤενόριο: Θρησκευτικο–φανταστικόδράμασεδύομέρη (Don Juan Tenorio: Drama religioso-fantástico en dos partes) είναι ένα θεατρικό δράμα του Χοσέ Θορρίγια (José Zorrilla y Moral, 1817-1893) του 1844. Το έργο αποτελεί μια ρομαντική λογοτεχνική εκδοχή του θρύλου του Δον Ζουάν.
[20] Stephen Barker (ed.), Excavations and Their Objects. Freud’s Collection of Antiquity, Suny Press, New York 1996, 2-3.
[21] Richard H. Armstrong, A Compulsion for Antiquity. Freud and the Ancient World, Cornell University Press, Ithaca & London 2005, 9.
[22] Χρήστος Μπουλώτης, «Η αρχαιολογία στη ζωή και στο έργο του Φρόυντ», ό.π., 57.
[26] Richard H. Armstrong, A Compulsion for Antiquity, ό.π., 249. Πρβλ. Sigmund Freud, The Interpretation of Dreams (The Complete and Definitive Text), transl. James Strachey, Basic Books, New York 2010, 604.
[35] Ernest Jones, The Life and Work of Sigmund Freud, vol. 3, The Last Phase 1919-1939, Basic Books, New York 1957, 218.
[36] Η Μαρία Βοναπάρτη γεννήθηκε στη Γαλλία το 1882. Ήταν κόρη του Ρολάνδου Βοναπάρτη (1858-1924). Το 1907 παντρεύτηκε τον πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδας (1869-1957). Ως πριγκίπισσα του τόπου μας, ήταν βέβαια γνωστή σε όλους, αγαπητή και αξιοσέβαστη. Όμως στη Δύση ήταν πολύ περισσότερο γνωστή για τις πνευματικές της επιδόσεις, τη γενναιοδωρία της, και ιδιαίτερα ως μια από τις κορυφαίες μαθήτριες του Σίγκμουντ Φρόυντ. Για την πνευματική και ψυχαναλυτική δράση της Μαρίας Βοναπάρτη στην Ελλάδα βλ. Θανάσης Τζαβάρας (επιμ.), Ψυχανάλυση και Ελλάδα. Στοιχεία, θέσεις, ερωτήματα, εκδ. Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας Σχολής Μωραΐτη, Αθήνα 1984, 99 κ.ε.
[37] John Forrester, Dispatches from the Freud Wars. Psychoanalysis and its Passions, Harvard University Press, Cambridge, Mass., 1997, 111.
[38] Γρηγόρης Βασλαματζής-Γρηγόρης Μανιαδάκης-Δημήτρης Ρήγας, Μαρία Βοναπάρτη.Πρόσωπο της Ιστορίας και της Ψυχανάλυσης, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2007, 113-128.
[39] Richard Wells, “Preface”, στο: Lynn Gamwell-Richard Wells (eds), Sigmund Freud and Art, ό.π., 11.
[40] Janine Burke, The Sphinx on the Table, ό.π., 7-8.