Τζάκομο Λεοπάρντι (1798–1837), Ιταλός ποιητής, στοχαστής και φιλόλογος, πολύ καλός ελληνιστής. Πίνακας από την Οικία του Λεοπάρντι στο Ρεκανάτι.
ΚΑΤΕΛΗΣ ΒΙΓΚΛΑΣ, MA, Δρ.
ΤΖΑΚΟΜΟ ΛΕΟΠΑΡΝΤΙ (GIACOMO LEOPARDI, 1798-1837): «Διάλογος μεταξύ του Πλωτίνου και του Πορφύριου» (Εισαγωγικά-μετάφραση-σχόλια).
Μτφρ. από το: Giacomo Leopardi, “Dialogue between Plotinus and Porphyrius,” in: Essays and Dialogues of Giacomo Leopardi, tr. Charles Edwards. London: Trübner and Co., 1882, pp. 182-196.
Περιεχόμενα:
1.Βιογραφικό του Τζάκομο Λεοπάρντι
2.Τα «Μικρά Ηθικά Έργα»
3.Η Επιχειρηματολογία στον «Διάλογο μεταξύ του Πλωτίνου και του Πορφύριου»
4.Μετάφραση του «Διαλόγου μεταξύ του Πλωτίνου και του Πορφύριου»
5.Σχόλια-Σημειώσεις-Παραπομπές
6.Βιβλιογραφία
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΤΖΙΑΚΟΜΟ ΛΕΟΠΑΡΝΤΙ
Ο Ιταλός συγγραφέας κόμης Τζάκομο Λεοπάρντι[1] γεννήθηκε στην πόλη Ρεκανάτι, της σημερινής περιφέρειας Μάρκε της Ιταλίας, στο κεντρικό τμήμα της χώρας. Το οικογενειακό του περιβάλλον ήταν καταπιεστικό.[2] Ο θρησκευτικός και πολιτικός συντηρητισμός του πατέρα του, κόμη Μονάλντο Λεοπάρντι (Count Monaldo Leopardi, 1776-1847), συνδυαζόταν με την αυστηρότητα της μητέρας Αδελαΐδας (Adelaide Antici Leopardi, 1778-1857) που δεν έδειχνε ιδιαίτερη στοργή.[3] Ωστόσο, παρά τις αντιδραστικές απόψεις του, ο κόμης Μονάλντο είχε ένα πάθος για τα βιβλία και τη συγγραφή που οδήγησε στη δημιουργία μιας οικογενειακής βιβλιοθήκης εκπληκτικά πλούσιας για την περιοχή και την εποχή του (αποτελείτο περίπου από 15.000 τόμους).
Ο Τζάκομο ως πρόωρα ανεπτυγμένος έφηβος ανάλωσε ατελείωτες ώρες με αυτά τα βιβλία, συχνά ξεπερνώντας τους εκπαιδευτές του σε πολυμάθεια και διδάσκοντας τον εαυτό του αρχαίες και νεώτερες γλώσσες. Όμως κατά τη διαδικασία αυτή το σώμα του εξασθένησε για όλη του τη ζωή, φθάνοντας σε σημείο να παραμορφωθεί παθαίνοντας κύφωση, ενώ οι οφθαλμοί του καταστράφηκαν τόσο πολύ, ώστε κατά περιόδους αναγκαζόταν να παραμένει αδρανής χωρίς να διαβάζει. Ο Λεοπάρντι μελέτησε τους Λατίνους και τους Έλληνες κλασικούς και μπορούσε να γράφει σε αρκετές γλώσσες, ενώ είχε συγγράψει δοκίμια όχι μόνο για τα κλασικά γράμματα, αλλά και για την αστρονομία και την ιστορία. Το 1816, εν μέρει υπό την επίδραση του φίλου του συγγραφέα και κλασικιστή Πιέτρο Τζιορντάνι (Pietro Giordani, 1774-1848), ο Λεοπάρντι έστρεψε την προσοχή του στη λογοτεχνία, ξεκινώντας να επεξεργάζεται μια ποιητική συλλογή 61 ποιημάτων με τίτλο Τα τραγούδια (I canti, 1831, 1835, 1845), που περιλάμβανε ποιήματα γραμμένα από το 1819 μέχρι το 1837. Σε αυτά τα ποιήματα ο Λεοπάρντι υιοθέτησε μια απαισιόδοξη φιλοσοφία, αποκαλύπτοντας την πίστη του σε έναν άξενο δίχως νόημα και ελπίδα κόσμο. Έτσι παρουσίασε μια φιλοσοφία απελπισμού, όπου κυριαρχεί το κακό, η ασημαντότητα της ύπαρξης και η γοητεία του θανάτου.
Το 1822 ο Λεοπάρντι εγκατέλειψε το Ρεκανάτι για μια τρίμηνη παραμονή στη Ρώμη, όπου συνάντησε μια διεφθαρμένη κοινωνία εχθρική σε νέες ιδέες. Απογοητευμένος και μη μπορώντας να βρει εργασία, απρόθυμα επέστρεψε στην πατρίδα του. Το 1825 μετέβη στη Μπολόνια και στο Μιλάνο για να συνεχίσει τη συγγραφή, αλλά σωματικά και οικονομικά προβλήματα τον ανάγκασαν να επιστρέψει. Επίσης, έπειτα από τα ταξίδια του στη Φλωρεντία και στην Πίζα το 1827–28 επέστρεψε στον γενέθλιο τόπο του. Δύο έτη αργότερα έλαβε ένα δάνειο από φίλους και τελικά κατάφερε να εγκαταλείψει «αυτόν τον άθλιο εφιάλτη του Ρεκανάτι». Τα υπόλοιπα γραπτά του Λεοπάρντι της εποχής αυτής διαπνέονται και συνέχονται από την αναζήτηση της ομορφιάς και της αλήθειας σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο. Ο Λεοπάρντι μετέβη στην Νάπολη το 1833, όπου έζησε έχοντας συνεχείς σωματικές ασθένειες και αδυναμία να εγκαταλείψει την οικία του μέχρι τον θάνατό του το 1837.
ΤΑ «ΜΙΚΡΑ ΗΘΙΚΑ ΕΡΓΑ»
Ήδη από το 1824 ο Λεοπάρντι είχε συγγράψει το μεγαλύτερο τμήμα των Μικρών ηθικών έργων (Operette morali),[4] όπου περιλαμβάνεται ο «Διάλογος μεταξύ του Πλωτίνου και του Πορφύριου» (Dialogo di Plotino e di Porfirio), του οποίου η μετάφραση και ο σχολιασμός ακολουθούν κατωτέρω.[5] Παρόλο που ενίοτε πρόκειται για έντονα επιτακτικά και χλευαστικά κείμενα (τα περισσότερα γραμμένα σε μορφή διαλόγου), αποτελούν μια πολύ προσωπική πρόζα, όντας αριστουργήματα σάτιρας και ειρωνείας. Το έργο αυτό δημιουργήθηκε εξαιτίας της αυξανόμενης απαρέσκειας του ποιητή για τη ρυθμική ποίηση. Η κυριότερη αισθητική αξία του έγκειται στο ό,τι συνδυάζει αρμονικά τη δημιουργική ελευθερία, δηλαδή την ουσία της ποιητικής έμπνευσης, με την πειθαρχία ενός καλού συγγραφέα πρόζας.[6]
Ένα από τα σημαντικότερα θέματα των Μικρών ηθικών έργων είναι η συμφιλίωση της ποίησης με τη φιλοσοφία (όχι όμως την επιστήμη), αλλά κυρίως στρέφονται «εναντίον των μοντέρνων φιλοσόφων». Ο Λεοπάρντι επιχειρηματολογεί ειρωνικά υπέρ του ακραίου συμπεράσματος ότι η αληθινή φιλοσοφία μας διδάσκει ότι είναι καλύτερα να μη φιλοσοφούμε. Η θέση του συγγραφέα αυτή την εποχή είναι αμφίσημη, ενώ το βιβλίο αποκαλύπτει τη βαθιά κρίση στις ανθρωπιστικές και αστικές αξίες του Δυτικού κόσμου. Ο κλασικός μύθος της Χρυσής Εποχής ή ο ρουσωικός μύθος μιας ευτυχισμένης σχέσης ανάμεσα σε έναν αδιάφθορο άνθρωπο και τη φύση απορρίπτονται. Η δυστυχία του ανθρώπου αποδίδεται όχι στην εκθρόνιση της φαντασίας από τη λογική (και πολύ λιγότερο στην ιουδαιο-χριστιανική έννοια του προπατορικού αμαρτήματος), αλλά στις πραγματικές και αναπόφευκτες συμφορές της ύπαρξης. Ένας αριθμός άλλων τυπικών θεμάτων της ποίησης του Λεοπάρντι (η ανία και η εμπειρία του μηδενός, ο ρόλος της φαντασίας, η αδυνατότητα της ευτυχίας, η ματαιότητα των πραγμάτων, η ανωτερότητα τους ιδεώδους έναντι του πραγματικού, η σπανιότητα και η παρηγοριά της αγάπης, η έλξη της αμοιβαίας συμπόνιας, η παρακμή του νεώτερου ανθρώπου, η αυτοκτονία, η επιθυμία για αφανισμό) αντιμετωπίζονται με μια ποικιλία τόνων, άλλοτε αστείων και άλλοτε σαρδόνιων, άλλοτε σκληρά πολεμικών και άλλοτε γαλήνια ηρωικών. Ωστόσο, η ολότητα της σύνθεσης διαπνέεται από μια βαθιά και ευγενική μελαγχολία.[7] Πρόκειται για ένα έργο οριστικό και απεριόριστο ταυτόχρονα, αφού φαίνεται πρόσφορο για μελέτη, ενώ διαρκώς λανθάνει κάθε ορισμού.[8]
Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟΝ «ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΠΛΩΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ»
Ο Λεοπάρντι πρεσβεύει ότι η αυτοκτονία, αντίθετα με τον θάνατο, δεν αποτελεί μία μεγάλη άρνηση της ύπαρξης, αλλά μια πράξη εναντίον του μεριδίου δυστυχίας που μας έλαχε και έτσι δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Στον «Διάλογο μεταξύ του Πλωτίνου και του Πορφύριου» που δημοσίευσε στα Μικρά ηθικά έργα, ο Λεοπάρντι προσομοιώνει μια διαμάχη μεταξύ δύο κορυφαίων νεοπλατωνικών φιλοσόφων σχετικά με το ερώτημα εάν η αυτοκτονία καταστρατηγεί τους νόμους της φύσης. Ο Πλωτίνος (204/205–270 μ.Χ.), ασκητικός και προσηλωμένος στον νοητό κόσμο, ήταν δάσκαλος του Πορφύριου (234–305 μ.Χ.), ο οποίος σε μια περίοδο της ζωής του αισθάνθηκε μελαγχολία και αυτοκτονικές τάσεις. Όμως ο δάσκαλός του τον βοήθησε να αποβάλλει αυτές τις ιδέες. Ένα από τα επιχειρήματα του Πορφύριου περί της αυτοκτονίας είναι ο ισχυρισμός ότι όλες οι αισθήσεις είναι ψεύτικες εκτός της «ανίας» (η οποία περιγράφεται από τον Λεοπάρντι ως υψηλό αίσθημα βιωμένο μόνο από τη νόηση). Άλλες απόψεις που ο Λεοπάρντι αποδίδει στον Πορφύριο είναι α) η υποτίμηση του πλατωνικού περιορισμού της αυτοκαταστροφής και β) η αναίρεση της πεποίθησης για την ύπαρξη ενός ουράνιου κόσμου που θεωρεί ως μάταιη. Ο Πορφύριος επιμένει ότι τα αφύσικα αποτελέσματα του πολιτισμού στην ανθρώπινη ζωή δικαιολογούν τα αφύσικα μέσα για τον τερματισμό των οδυνών με τις οποίες αυτή είναι μολυσμένη. Ο Πλωτίνος αντιπαρατίθεται σε αυτούς τους ισχυρισμούς, προτείνοντας τα εξής επιχειρήματα:
Α. Η αυτοκτονία είναι αντίθετη προς τη φύση. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να οδηγείται εναντίον της λογικής με κίνδυνο να θεωρηθεί θηρίο, αλλά να ακολουθεί τη φύση, ώστε να θεωρείται άνθρωπος.
Β. Η αυτοκτονία ακυρώνει την οδύνη του αυτόχειρα, αλλά αυξάνει την οδύνη των αγαπημένων του, επομένως δεν πρέπει να υποχωρήσουμε στον οίκτο.
Γ. Ο άνθρωπος θα πρέπει να αντέχει την οδύνη της ζωής και άρα δεν θα πρέπει να αισθάνεται ότι οφείλει να την εγκαταλείψει. Κατά συνέπεια ο άνθρωπος θα πρέπει να είναι σοφός και ισχυρός.
Δ. Η οδύνη είναι συνήθως ανάμικτη με ηδονές, αφού η ανθρώπινη διάθεση αλλάζει γρήγορα, επομένως οι τάσεις αυτοκτονίας εξαφανίζονται, όταν και πάλι η αγάπη για τη ζωή κυριαρχεί.
Ε. Η οδύνη θα πρέπει να μοιράζεται με τους ανθρώπους που νοιάζονται για την πρόληψη της αυτοκτονίας και για την ανακούφιση της ίδιας της οδύνης.
ΣΤ. Ο Πλωτίνος δίνει έμφαση στη σοβαρότητα της οδύνης και στη συντομία της ανθρώπινης ζωής.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ «ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΠΛΩΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ»[9]
«Μια ημέρα, όταν εγώ, ο Πορφύριος, σκεφτόμουν να αφαιρέσω τη ζωή μου, ο Πλωτίνος μάντεψε τις προθέσεις μου. Με διέκοψε, λέγοντάς μου ότι ένα τέτοιο σχέδιο δεν είναι δυνατόν να προέρχεται από έναν υγιή νου και ότι οφειλόταν σε μελαγχολική διάθεση. Έτσι μου συνέστησε να αλλάξω αέρα».[10]
Το ίδιο περιστατικό αναφέρεται και στον «Βίο του Πλωτίνου» του Ευναπίου, ο οποίος προσθέτει ότι ο Πλωτίνος κατέγραψε σε ένα βιβλίο τη συζήτηση που είχε με τον Πορφύριο επί του θέματος.[11]
Πλωτίνος. Γνωρίζεις, Πορφύριε, πόσο ειλικρινής φίλος είμαι. Δεν θα απορήσεις, λοιπόν, που ανησυχώ για την κατάστασή σου. Έχω παρατηρήσει ότι επί μεγάλο χρονικό διάστημα είσαι κακόκεφος και σκεπτικός∙ το παρουσιαστικό σου είναι ασυνήθιστο και ξεστόμισες ορισμένα λόγια που με έκαναν να ανησυχήσω. Εν συντομία, φοβάμαι ότι σκέφτεσαι κάτι κακό.
Πορφύριος. Δεν είναι δυνατόν να ισχυρίζεσαι κάτι τέτοιο! Τι εννοείς;
Πλωτίνος. Νομίζω ότι σκοπεύεις να προκαλέσεις κάποια βλάβη στον εαυτό σου∙ θα ήταν δυσοίωνο να ονομάσουμε την πράξη περί της οποίας πρόκειται. Άκουσέ με, αγαπητέ Πορφύριε, και μην κρύβεις την αλήθεια. Μην καταστρέψεις την μακροχρόνια φιλία μας. Γνωρίζω ότι τα λόγια μου θα σου προκαλέσουν δυσαρέσκεια και μπορώ εύκολα να κατανοήσω ότι θα προτιμούσες να κρατήσεις το σχέδιό σου κρυμμένο. Αλλά δεν θα σιωπήσω, όσον αφορά ένα τέτοιο θέμα, και οφείλεις να μην αρνηθείς να εμπιστευθείς κάποιον που σε αγαπάει τόσο πολύ όσο τον εαυτό του. Ας μιλήσουμε λοιπόν ήρεμα, ζυγίζοντας τα λόγια μας. Άνοιξε την καρδιά σου σε μένα. Πες μου τα προβλήματά σου και άφησέ με να γίνω ακροατής των θρήνων σου. Αξίζω την εμπιστοσύνη σου. Από την πλευρά μου, υπόσχομαι να μην αντιτεθώ στην πραγματοποίηση της απόφασής σου, αν συμφωνήσουμε ότι είναι χρήσιμη και λογική.
Πορφύριος. Ποτέ μου δεν αρνήθηκα κάποια παράκλησή σου, αγαπητέ μου Πλωτίνε. Επομένως θα σου εξομολογηθώ αυτά που θα προτιμούσα να κρατήσω για τον εαυτό μου∙ τίποτα στον κόσμο δεν θα με προέτρεπε να τα πω σε κανέναν άλλον. Ορθά ερμηνεύεις τις σκέψεις μου. Εάν επιθυμείς να συζητήσεις το θέμα, δεν θα αρνηθώ, παρά την απέχθειά μου να το πράξω∙ διότι σε τέτοιες περιπτώσεις ο νους προτιμά να καλύπτεται με μια υψηλόφρονα σιωπή και να συλλογίζεται στη μοναξιά, παραδιδόμενος για την ώρα σε μια κατάσταση πλήρους αυτοαπορρόφησης. Ωστόσο, προτίθεμαι να πράξω ό,τι μου ζήτησες.
Καταρχάς, θα πρέπει να πω ότι το σχέδιό μου δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας ιδιαίτερης δυστυχίας. Απλά είναι το αποτέλεσμα μιας ολοσχερούς κόπωσης στη ζωή μου και μιας συνεχούς ανίας που με διακατέχει με οδυνηρό τρόπο εδώ και καιρό. Επιπροσθέτως, υπάρχει και ένα αίσθημα ματαιότητας και μηδαμινότητας όλων των πραγμάτων,[12] που με διαποτίζει ψυχή τε και σώματι. Μην λες ότι αυτή η διάθεση του νου είναι παράλογη, καθώς πιθανόν εν μέρει να προέρχεται από φυσικά αίτια. Η διάθεση καθεαυτή είναι τελείως λογική και συνεπώς διαφέρει από όλες τις άλλες διαθέσεις∙ διότι καθετί που μας οδηγεί στο να αποδίδουμε κάποια αξία στη ζωή και στις ανθρώπινες υποθέσεις, αποδεικνύεται σε τελευταία ανάλυση αντίθετο προς τη λογική και προερχόμενο από ψευδαισθήσεις ή ψέματα. Τίποτα δεν είναι πιο λογικό από την ανία. Οι απολαύσεις είναι όλες ψεύτικες. Ο πόνος καθαυτός, τουλάχιστον ο διανοητικός πόνος, είναι εξίσου ψεύτικος, επειδή ύστερα από εξέταση δύσκολα βρίσκουμε για αυτόν κάποιο έρεισμα. Το ίδιο είναι δυνατόν να ειπωθεί για τον φόβο και την ελπίδα. Η ανία μονάχα, η οποία γεννιέται από τη ματαιότητα των πραγμάτων, είναι αυθεντική, και ποτέ δεν μας εξαπατά. Εάν, λοιπόν, όλα τα υπόλοιπα είναι μάταια, η πραγματικότητα της ζωής συμπυκνώνεται στην ανία.[13]
Πλωτίνος. Πιθανόν να είναι πράγματι έτσι. Δεν θα διαφωνήσω μαζί σου ως προς αυτό. Αλλά τώρα οφείλουμε να εξετάσουμε τη φύση του σχεδίου σου. Γνωρίζεις ότι ο Πλάτων αρνήθηκε να αποδεχθεί ότι ο άνθρωπος έχει την ελευθερία να δραπετεύσει, όπως ένας φυγάς δούλος, από την αιχμαλωσία, στην οποία τοποθετήθηκε από τους θεούς, αφαιρώντας τη δική του ζωή.
Πορφύριος. Σε ικετεύω, αγαπητέ μου Πλωτίνε, να αφήσεις τον Πλάτωνα ήσυχο, με τα δόγματά του και τα όνειρά του.[14] Άλλο πράγμα είναι να επαινείς, να εξηγείς, και να υπερασπίζεσαι ορισμένες θεωρίες στις σχολές και στα βιβλία, και άλλο να τις εξηγείς πρακτικά και με παραδείγματα.[15] Οι σχολικές-διδασκαλίες και τα βιβλία μας αναγκάζουν να θαυμάζουμε τον Πλάτωνα και να τον αποδεχόμαστε, καθώς έτσι συνηθίζεται στις ημέρες μας. Αλλά στην πραγματική ζωή, πέραν του θαυμασμού, είναι ακόμη και απεχθής.[16] Αληθεύει ότι ο Πλάτων, καθώς λένε, διέδωσε με τα γραπτά του την έννοια της μελλοντικής ζωής, αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο τους ανθρώπους σε αμφιβολία ως προς τη μοίρα τους μετά θάνατον και υπηρετώντας έναν καλό σκοπό, απομακρύνοντάς τους από το κακό σε αυτή τη ζωή, μέσω του φόβου της τιμωρίας στην άλλη. Αν μπορούσα να φανταστώ ότι ο Πλάτων υπήρξε ο επινοητής αυτών των ιδεών και πίστεων, θα απεύθυνα σε αυτόν τον λόγο ως εξής:
«Παρατηρείς, Ω Πλάτων, πόσο εχθρική στο γένος μας υπήρξε η δύναμη που κυβερνά τον κόσμο, είτε είναι γνωστή ως Φύση είτε ως Πεπρωμένο είτε ως Μοίρα. Πολλά επιχειρήματα αντικρούουν την υπόθεση ότι ο άνθρωπος κατέχει αυτή την υψηλή θέση στην τάξη της δημιουργίας,[17] όπως μας αρέσει να φανταζόμαστε∙ αλλά για κανέναν λόγο δεν μπορεί να στερηθεί το χαρακτηριστικό που του αποδόθηκε από τον Όμηρο —αυτό της οδύνης. Ωστόσο, η Φύση μας παρείχε τη θεραπεία για όλα τα κακά. Πρόκειται για τον θάνατο, τον οποίο φοβούνται λίγο όσοι δεν είναι απόλυτα ευφυείς, ενώ για όλους τους άλλους είναι επιθυμητός.[18]
«Αλλά μας στέρησες από αυτή την πολυαγάπητη παρηγοριά της γεμάτη οδύνη ζωής μας. Οι αμφιβολίες που διατύπωσες κατήργησαν την ευκολία των μυαλών μας και κατέστησαν τη σκέψη του θανάτου πικρότερη από όλες τις άλλες σκέψεις. Χάρη σε εσένα, οι δυστυχισμένοι θνητοί τώρα φοβούνται την καταιγίδα λιγότερο από ότι τον λιμένα. Με γνώμονα έναν τόπο ανάπαυσης και δίχως τη μόνη θεραπεία που θα μπορούσαν να αναζητήσουν, εγκαταλείπονται στις οδύνες και στα προβλήματα της ζωής. Επομένως, υπήρξες σκληρότερος προς εμάς από ότι το Πεπρωμένο, η Φύση ή η Μοίρα. Εφόσον, λοιπόν, αυτή η αμφιβολία, άπαξ και συλληφθεί από τον νου, δεν είναι δυνατόν να λησμονηθεί, σε εσένα οφείλεται το ό,τι οι συνάνθρωποί σου θεωρούν τον θάνατο ως κάτι φοβερότερο της ζωής. Εσύ είσαι υπεύθυνος που η ανάπαυση και η ειρήνη είναι διαπαντός απαγορευμένες από τις τελευταίες στιγμές του ανθρώπου, ενώ όλα τα άλλα ζώα πεθαίνουν τελείως άφοβα. Αυτό ακριβώς, Ω Πλάτων, χρειαζόταν, ώστε να ολοκληρωθεί η ανθρώπινη δυστυχία.
«Πράγματι, η πρόθεσή σου ήταν καλή. Αλλά απέτυχε ως προς τον σκοπό της. Η βία και η αδικία δεν εξαλείφονται, καθώς όσοι διαπράττουν το κακό κατανοούν τους τρόμους του θανάτου τις τελευταίες στιγμές τους, όταν είναι αρκετά αδύναμοι, ώστε να διαπράξουν άλλες κακές πράξεις. Οι αμφιβολίες σου προβληματίζουν μόνο τους καλούς, οι οποίοι είναι περισσότερο διατεθειμένοι να αγαθοεργήσουν παρά να βλάψουν τους συνανθρώπους τους, και τους αδύναμους και άτολμους, οι οποίοι δεν τείνουν είτε από τη φύση είτε από την προδιάθεσή τους να καταπιέσουν κανέναν. Οι τολμηροί και ισχυροί άνθρωποι, που σπάνια διαθέτουν τη δύναμη της φαντασίας, και όσοι χρειάζονται κάποιον άλλον περιορισμό παρά τον απλό νόμο, θεωρούν αυτούς τους φόβους χιμαιρικούς, και πράττουν αμετροεπώς το κακό. Βλέπει κανείς καθημερινά τέτοιες περιπτώσεις, και η εμπειρία όλων των αιώνων, από την εποχή σου μέχρι σήμερα, το επιβεβαιώνει. Οι καλοί νόμοι, και ακόμη περισσότερο, η καλή εκπαίδευση, και η διανοητική και κοινωνική καλλιέργεια —αυτά είναι που διατηρούν τη δικαιοσύνη και την ημερότητα ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο πολιτισμός και η χρήση του στοχασμού και της λογικής, οδηγούν τους ανθρώπους σχεδόν πάντα να μισούν τον πόλεμο μεταξύ τους και να χύνουν ο ένας το αίμα του άλλου, καθιστώντας τους μη επιρρεπείς στους καυγάδες και στην άνομη ριψοκινδύνευση των ζωών τους.[19] Ωστόσο, παρόμοια καλά αποτελέσματα ποτέ δεν οφείλονται σε απειλητικές φαντασίες και στην πικρή προσμονή φοβερών τιμωριών∙ οι τελευταίες, όπως και ο πολλαπλασιασμός και η σκληρότητα των τιμωριών που χρησιμοποιούνται σε ορισμένα κράτη, εξυπηρετούν μόνο στην αύξηση της χυδαιότητας και της αγριότητας των ανθρώπων και άρα δεν συμβάλλουν στην ευημερία της ανθρώπινης κοινωνίας.
«Ίσως, ωστόσο, απαντήσεις ότι έχεις υποσχεθεί μια μελλοντική ανταμοιβή για τον καλό άνθρωπο. Ποιά λοιπόν είναι αυτή η ανταμοιβή; Μια κατάσταση ζωής που μοιάζει πλήρη ανίας, ακόμη λιγότερο υποφερτή από ό,τι η παρούσα ύπαρξή μας! Η πικρότητα των τιμωριών σου είναι αλάθητη∙ αλλά η γλυκύτητα των ανταμοιβών σου είναι κρυμμένη και μυστική, ακατάληπτη για τους νόες μας.[20] Με ποιόν τρόπο λοιπόν είναι δυνατόν η τάξη και η αρετή να ενθαρρυνθούν από τα δόγματά σου; Θα τολμούσα να πω ότι μόνο λίγοι απομακρύνθηκαν από το κακό εξαιτίας του φόβου του τρομακτικού σου Ταρτάρου και ούτε ένας καλός άνθρωπος δεν οδηγήθηκε σε έστω και μία μόνο αξιέπαινη πράξη εξαιτίας της επιθυμίας των Ηλύσιων Πεδίων. Ένας τέτοιος παράδεισος δεν μας ελκύει καθόλου. Αλλά, εκτός του γεγονότος ότι ο παράδεισός σου είναι μόλις και μετά βίας ένας φιλόξενος τόπος, ποιός ανάμεσα στους καλύτερους από εμάς μπορούν να ελπίσουν ότι το αξίζουν; Ποιός άνθρωπος μπορεί να ικανοποιήσει τους αδυσώπητους δικαστές, Μίνωα, Αιακό, και Ραδάμανθυ,[21] που δεν παραβλέπουν ούτε ένα σφάλμα όσο ασήμαντο και εάν είναι; Επιπλέον, ποιός μπορεί να πει ότι προσέγγισε το μέτρο της αγνότητάς σου; Εν συντομία, δεν μπορούμε να ελπίσουμε στην ευτυχία ενός μέλλοντα κόσμου∙ και όσο διαυγής μπορεί να είναι η συνείδηση ενός ανθρώπου ή όσο ορθή η ζωή του, την τελευταία του ώρα θα τρέμει το μέλλον με την τρομερή αβεβαιότητά του. Στα διδάγματά σου οφείλεται το ό,τι ο φόβος είναι ισχυρότερη επιρροή από την ελπίδα και είναι δυνατόν να ειπωθεί ότι κυριαρχεί στην ανθρωπότητα.
«Τούτο, λοιπόν, είναι το αποτέλεσμα των δογμάτων σου. Ο άνθρωπος, του οποίου η ζωή είναι άθλια σε ακραίο βαθμό, περιμένει τον θάνατο, όχι ως πέρας όλων των αθλιοτήτων του, αλλά ως την αρχή μιας αθλιότερης κατάστασης. Επομένως, ξεπερνάς σε σκληρότητα, όχι μόνο τη Φύση και το Πεπρωμένο, αλλά και τον πιο αδίστακτο τύραννο και τον πιο αιμοδιψή εκτελεστή που γνώρισε ο κόσμος.[22] «Αλλά ποιά σκληρότητα είναι δυνατόν να υπερβεί τον νόμο σου, που απαγορεύει στον άνθρωπο να θέσει ένα τέρμα στις οδύνες και στα προβλήματά του, αφαιρώντας εκούσια τη ζωή του, ώστε να θριαμβεύσει επί των τρόμων του θανάτου; Άλλα ζώα δεν επιθυμούν να θέσουν ένα τέλος στη ζωή τους, επειδή η δυστυχία τους είναι μικρότερη από τη δική μας∙ ούτε, επίσης, διαθέτουν το επαρκές θάρρος για να αντιμετωπίσουν έναν εκούσιο θάνατο. Αλλά αν πράγματι επιθυμούσαν να πεθάνουν, τι θα τα απέτρεπε από το να εκπληρώσουν την επιθυμία τους; Δεν επηρεάζονται από καμία απαγόρευση, κανέναν φόβο του μέλλοντος. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση μας οδήγησες να γίνουμε κατώτεροι των άγριων ζώων. Η ελευθερία που κατέχουν, τους είναι άχρηστη. Ακόμη μας αφαίρεσες την ελευθερία που μας παραχωρήθηκε από τη Φύση, η οποία είναι τόσο μίζερη στα δώρα της. Έτσι, στα μόνα πλάσματα που είναι ικανά για την επιθυμία του θανάτου, αρνείται το δικαίωμα να πεθάνουν. Η Φύση, το Πεπρωμένο και η Μοίρα μας υπερχειλίζουν με σκληρά κτυπήματα, προξενώντας μας φοβερούς πόνους∙ προσέθεσες στις κακοπάθειες μας το δέσιμο των χεριών μας και το αλυσοδέσιμο των ποδιών μας, ώστε να μην μπορούμε ούτε να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας ούτε να δραπετεύσουμε από τους διώκτες μας.
«Στα αλήθεια, όταν σκέφτομαι σχετικά με την οικτρή κατάσταση της ανθρωπότητας, μου φαίνεται ότι τα δόγματά σου, είναι περισσότερο από όλα τα πράγματα, Ω Πλάτων, ένοχα για αυτή, και ότι οι άνθρωποι καλά κάνουν και παραπονιούνται για εσένα παρά για τη Φύση. Ο λόγος είναι ότι η τελευταία, ορίζοντάς μας μια ύπαρξη πλήρη δυστυχίας, μας έδωσε τα μέσα διαφυγής από αυτήν, όποτε μας ευχαριστεί. Πράγματι, η δυστυχία δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ακραία, όταν διαθέτουμε τη δύναμη να τη συντομεύσουμε ανάλογα με τη θέλησή μας. Επιπλέον, η απλή σκέψη της ικανότητας να παραιτηθούμε από τη ζωή όποτε μας ευχαριστεί, και να αποσυρθούμε από τις δυστυχίες του κόσμου, είναι τόσο μεγάλη ανακούφιση για εμάς, ώστε καθεαυτή αρκεί για να καταστήσει την ύπαρξη υποφερτή. Συνεπώς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυριότερη δυστυχία μας προέρχεται από τον φόβο, ότι συντομεύοντας τη ζωή μας πιθανόν να βυθιστούμε σε μια κατάσταση μεγαλύτερης δυστυχίας από αυτή στην οποία επί του παρόντος βρισκόμαστε. Και όχι μόνο η δυστυχία μας θα είναι μεγαλύτερη στο μέλλον, αλλά θα είναι τόσο γεμάτη από μια εκλέπτυνση της σκληρότητας, ώστε η σύγκριση αυτών των αβίωτων μαρτυρίων με τις γνωστές οδύνες της θνητής ζωής μας, καθιστά τις τελευταίες σχεδόν ασήμαντες.
«Έχεις εύκολα, Ω Πλάτων, εγείρει το ερώτημα της αθανασίας∙ αλλά το ανθρώπινο είδος θα εκλείψει πριν αυτή πραγματοποιηθεί. Το πνεύμα σου είναι το πιο θανατηφόρο πλήγμα που έχει δεχθεί ποτέ η ανθρωπότητα, και τίποτα δεν είναι δυνατόν να υπάρξει με καταστροφικότερες συνέπειες».
Ιδού τι θα έλεγα στον Πλάτωνα, αν είχε επινοήσει το δόγμα που συζητάμε∙ αλλά είμαι ενήμερος ότι αυτός δεν είναι η πηγή του.[23] Ωστόσο, αρκετά ειπώθηκαν. Ας περάσουμε όμως στο θέμα, αν σε ευχαριστεί.
Πλωτίνος. Πορφύριε, γνωρίζεις πόσο σέβομαι τον Πλάτωνα∙ ωστόσο, μιλώντας μαζί σου σε μια περίσταση σαν αυτή, θα σου δώσω τη γνώμη μου, και θα παραβλέψω την αυθεντία του. Τα λίγα λόγια που ανέφερα από το έργο του ήταν μάλλον μια εισαγωγή και όχι κάτι άλλο. Επιστρέφοντας στο πρώτο επιχείρημά μου, επιβεβαιώνω ότι όχι μόνο ο Πλάτων και κάθε άλλος φιλόσοφος, αλλά η ίδια η Φύση, μας διδάσκει ότι είναι ανάρμοστο να αφαιρούμε τη ζωή μας. Δεν θα πω περισσότερα σε αυτό το σημείο, επειδή αν στοχαστείς λίγο, είμαι βέβαιος πως θα συμφωνήσεις μαζί μου ότι η αυτοκτονία είναι αφύσικη. Πρόκειται πράγματι για μια πράξη τελείως αντίθετη προς τη φύση. Ολόκληρη η τάξη των πραγμάτων θα ανατρεπόταν, αν τα όντα του κόσμου αυτοκαταστρέφονταν. Και είναι αποτροπιαστικό και παράλογο να υποθέσουμε ότι η ζωή μας δόθηκε μόνο για να αφαιρεθεί από τον κάτοχό της και ότι τα όντα θα πρέπει να υπάρχουν μόνο για να οδηγηθούν στην ανυπαρξία. Ο νόμος της αυτοσυντήρησης είναι εγγεγραμμένος με κάθε δυνατό τρόπο στον άνθρωπο και σε όλα τα πλάσματα του σύμπαντος. Και, πέρα από καθετί άλλο, δεν φοβόμαστε, μισούμε και αποφεύγουμε τον θάνατο ενστικτωδώς, ακόμη και παρά τη θέλησή μας; Επομένως, εφόσον η αυτοκτονία είναι τόσο πολύ αντίθετη προς τη φύση μας, δεν θεωρώ ότι είναι επιτρεπτή.
Πορφύριος. Έχω ήδη στοχαστεί πάνω στο θέμα από όλες τις απόψεις∙ καθώς ο νους δεν θα μπορούσε να σχεδιάσει μια τέτοια πράξη χωρίς τη δέουσα θεώρηση. Μου φαίνεται ότι όλα τα επιχειρήματά σου είναι δυνατόν να απαντηθούν με εξίσου πολλά αντεπιχειρήματα. Αλλά θα είμαι σύντομος.
Αμφιβάλεις ως προς το εάν είναι επιτρεπτό να πεθάνουμε χωρίς να είναι αναγκαίο. Σε ερωτώ αν είναι επιτρεπτό να είμαστε δυστυχισμένοι; Η φύση, ισχυρίζεσαι, απαγορεύει την αυτοκτονία. Είναι παράξενο το ό,τι εφόσον είτε δεν μπορεί είτε δεν προτίθεται να με καταστήσει ευτυχισμένο ή να με ελευθερώσει από τη δυστυχία, έχει τη δύναμη να με αναγκάσει να ζήσω. Αν η φύση μας έχει δώσει την αγάπη της ζωής, και ένα μίσος για τον θάνατο, μας έχει επίσης δώσει την αγάπη της ευτυχίας και το μίσος για την οδύνη∙ και τα τελευταία ένστικτα είναι πολύ περισσότερα από ό,τι τα πρώτα, επειδή η ευτυχία αποτελεί τον ύψιστο σκοπό όλων των πράξεων και των αισθημάτων της αγάπης ή του μίσους. Διότι για ποιο σκοπό αποφεύγουμε τον θάνατο ή την επιθυμία της ζωής, παρά μόνο για να προωθήσουμε την ευημερία μας και από τον φόβο για το αντίθετο;
Πως λοιπόν είναι αφύσικο να δραπετεύσουμε από την οδύνη με τον μόνο τρόπο που είναι διαθέσιμος στον άνθρωπο, δηλαδή, πεθαίνοντας∙ εφόσον στη ζωή η οδύνη είναι αναπόφευκτη; Πως, επίσης, είναι δυνατόν να αληθεύει, ότι η Φύση μου απαγορεύει να παραδοθώ στον θάνατο, ο οποίος αναμφισβήτητα είναι κάτι καλό και να απορρίψω τη ζωή, που αναμφισβήτητα είναι κάτι κακό και βλαβερό, εφόσον δεν αποτελεί παρά πηγή οδύνης για εμένα;
Πλωτίνος. Αυτά τα επιχειρήματα δεν με πείθουν ως προς το ό,τι η αυτοκτονία δεν είναι αφύσικη. Δεν είναι αλήθεια ότι έχουμε έναν ισχυρό ενστικτώδη τρόμο του θανάτου; Επιπλέον, ποτέ δεν βλέπουμε τα άγρια θηρία, που κατά κανόνα ακολουθούν τα ένστικτα της φύσης τους (όταν δεν εκπαιδεύονται για το αντίθετο από τον άνθρωπο), είτε να διαπράττουν αυτοκτονία είτε να αντιμετωπίζουν τον θάνατο ως κάτι άλλο παρά μια κατάσταση εναντίον της οποίας αγωνίζονται, ακόμη και στις στιγμές της μεγάλης τους οδύνης. Εν ολίγοις, όλοι οι άνθρωποι που διαπράττουν αυτή την απέλπιδη πράξη έζησαν εκτός της ομοιομορφίας της φύσης. Αντίθετα, όσοι ζουν κατά φύσιν,[24] θα απέρριπταν χωρίς εξαίρεση την αυτοκτονία, ακόμη και εάν τους ερχόταν αυτή η σκέψη.
Πορφύριος. Λοιπόν, αν σου αρέσει, θα παραδεχθώ ότι η πράξη είναι αντίθετη προς τη φύση. Αλλά τί σχέση έχει με αυτό, το ό,τι εμείς οι ίδιοι δεν συμμορφωνόμαστε με τη φύση; Με άλλα λόγια, δεν είμαστε πλέον άγριοι. Σύγκρινε τους εαυτούς μας, για παράδειγμα, με τους κατοίκους της Ινδίας ή της Αιθιοπίας, που λέγεται ότι διατηρούν τους πρωτόγονους τρόπους και έθιμά τους. Μάλιστα δύσκολα θα σκεφτόσουν ότι αυτοί οι άνθρωποι ανήκουν στο ίδιο γένος με εμάς.[25] Αυτή η μεταμόρφωση της ζωής και η αλλαγή των τρόπων και των εθίμων από τον πολιτισμό, συνοδεύθηκε, κατά τη γνώμη μου, από μια απροσμέτρητη αύξηση της οδύνης. Οι άγριοι ποτέ δεν επιθυμούν να διαπράξουν αυτοκτονία, ούτε η φαντασία τους οδηγεί στο να θεωρήσουν τον θάνατο ως κάτι το επιθυμητό∙ ενώ εμείς που είμαστε πολιτισμένοι ευχόμαστε για αυτό και μερικές φορές εκούσια το αναζητούμε.
Τώρα, αν ο άνθρωπος επιτρέπεται να ζήσει αφύσικα και συνεπώς να είναι δυστυχισμένος, για ποιον λόγο να μην πεθάνει επίσης αφύσικα; Διότι ο θάνατος είναι πράγματι ο μόνος τρόπος δια του οποίου μπορεί να λυτρώσει τον εαυτό του από τη δυστυχία που προέρχεται από τον πολιτισμό. Ή, γιατί να μην επιστρέψουμε στην πρωτόγονη κατάσταση και στη φυσική ζωή; Αχ, θα ήταν αδύνατο όσον αφορά τις εξωτερικές συνθήκες και, όσον αφορά σπουδαιότερα θέματα του νου, εντελώς αδύνατο. Τι φυσικό λοιπόν υπάρχει στην ιατρική; Εννοώ τη χειρουργική και τη χρήση φαρμάκων. Τα δύο αυτά χρησιμοποιούνται κανονικά και σαφώς για τη μάχη εναντίον της φύσης και είναι εντελώς άγνωστα στα άγρια θηρία και στους αγρίους. Επιπλέον, εφόσον οι ασθένειες που θεραπεύουν είναι αφύσικες και συμβαίνουν μόνο στις πολιτισμένες χώρες, όπου οι άνθρωποι έχουν εκπέσει από τη φυσική τους κατάσταση, αυτές οι τέχνες, όντας επίσης αφύσικες, εκτιμώνται πάρα πολύ και είναι απαραίτητες. Παρόμοια, η αυτοκτονία, που αποτελεί μια ριζική θεραπεία για την ασθένεια της απελπισίας, ως παράγωγο του πολιτισμού, δεν θα πρέπει να τη μεμφόμαστε επειδή είναι αφύσικη∙ διότι τα αφύσικα δεινά απαιτούν αφύσικες θεραπείες. Πράγματι, θα ήταν σκληρό και άδικο η λογική, που αυξάνει τη δυστυχία μας αναγκάζοντάς μας να ζούμε παρά φύσιν, να ενωθεί, όσον αφορά αυτό το θέμα, με τη φύση, αφαιρώντας μας τη μοναδική απομένουσα ελπίδα και το μοναδικό καταφύγιο, αλλά και το μόνο αυτοσυνεπές μέσο, εξαναγκάζοντάς μας να συνεχίσουμε να βιώνουμε την αθλιότητά μας
Αυτή είναι η αλήθεια, Πλωτίνε. Η πρωτόγονη φύση μας εγκατέλειψε για πάντα. Η συνήθεια και η λογική μας έδωσαν μια νέα φύση στη θέση της παλαιάς, στην οποία δεν θα επιστρέψουμε ποτέ. Παλαιότερα, ήταν αφύσικο για τον άνθρωπο να διαπράττει αυτοκτονία ή να επιθυμεί τον θάνατο. Στην παρούσα εποχή και τα δύο είναι αφύσικα. Προσαρμόστηκαν στην καινούργια φύση μας, που, ωστόσο, όπως η παλαιά, ακόμη μας ωθεί να αναζητούμε την ευτυχία μας. Και εφόσον ο θάνατος είναι το μεγαλύτερο αγαθό, είναι πράγματι αξιοσημείωτο το ό,τι οι άνθρωποι εκούσια τον αναζητούν; Διότι η λογική μας υποδεικνύει ότι ο θάνατος δεν αποτελεί ένα κακό, αλλά, ως θεραπεία για όλα τα κακά, είναι το πιο επιθυμητό από όλα τα πράγματα.
Τώρα πες μου: είναι όλες οι πράξεις των πολιτισμένων ανθρώπων κανονισμένες με βάση το μέτρο της πρωτόγονης φύσης τους; Αν πράγματι είναι έτσι, δώσε μου ένα μοναδικό παράδειγμα. Όχι, είναι η παρούσα και όχι η πρωτόγονη φύση μας, που καθορίζει την πράξη μας∙ με άλλα λόγια πρόκειται για τη λογική μας. Για ποιον λόγο λοιπόν θα πρέπει η αυτοκτονία μόνο να κριθεί άλογη και υπό την οπτική της πρωτόγονης φύσης μας; Για ποιον λόγο αυτή η τελευταία, που δεν επιδρά στη ζωή μας, να ελέγχει τον θάνατό μας που κυβερνά τη ζωή μας; Αποτελεί γεγονός, ότι εξαιτίας της λογικής ή της δυστυχίας μας, σε πολλούς ανθρώπους, ιδιαίτερα σε όσους είναι άτυχοι και δοκιμασμένοι, το πρωτόγονο μίσος απέναντι στον θάνατο εξέλειπε, και ακόμη μεταβλήθηκε στην επιθυμία και στην αγάπη, όπως προείπα. Η αγάπη αυτή, αν και είναι ασύμβατη προς την πρώιμη φύση μας, αποτελεί μια πραγματικότητα στην παρούσα εποχή. Επίσης, είμαστε αναγκαστικά δυστυχείς επειδή ζούμε αφύσικα. Θα ήταν λοιπόν καταφανώς παράλογο να βεβαιώσουμε ότι ο περιορισμός που απαγορεύει την αυτοκτονία σε μια πρωτόγονη κατάσταση θα πρέπει να διατηρηθεί. Αυτό μου φαίνεται επαρκής αιτιολόγηση της πράξης. Απομένει να αποδειχθεί αν είναι ή όχι χρήσιμη.
Πλωτίνος. Μην σε απασχολεί αυτή η πλευρά του ερωτήματος, αγαπητέ μου Πορφύριε, επειδή αν η πράξη επιτρεπόταν, δεν θα είχα αμφιβολία για την ακραία χρησιμότητά της. Αλλά ποτέ δεν θα παραδεχθώ ότι μια απαγορευμένη και ανάρμοστη πράξη είναι δυνατόν να είναι χρήσιμη. Το θέμα περιστρέφεται γύρω από τούτο: ποιό είναι καλύτερο, να υποφέρεις ή να μην υποφέρεις; Είναι βέβαιο ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα προτιμούσαν την οδύνη ανάμικτη με διασκέδαση, με τόσο ζήλο επιθυμούμε και διψούμε να έχουμε χαρά. Αλλά τούτο βρίσκεται εκτός της ερώτησης, επειδή η απόλαυση και η ευχαρίστηση, για να ακριβολογήσουμε, είναι τόσο ανέφικτες όσο η οδύνη είναι αναπότρεπτη. Εννοώ μια οδύνη τόσο συνεχή όσο η ουδέποτε ικανοποιημένη επιθυμία μας για ευχαρίστηση και ευτυχία, και ανεξάρτητα από την παράξενη και τυχαία οδύνη που μάλλον αλάνθαστα βιώνεται ακόμη και από τον ευτυχέστερο άνθρωπο. Η αλήθεια είναι, ότι είμαστε βέβαιοι ότι συνεχίζοντας να ζούμε, θα έχουμε επαρκή λόγο να προτιμούμε τον θάνατο από τη ζωή∙ επειδή η ύπαρξη δεν περιέχει ούτε μια γνήσια ηδονή, ώστε να μας αποζημιώσει για αυτή την οδύνη, αν αυτό ήταν δυνατόν να επιτευχθεί.
Πορφύριος. Μου φαίνεται ότι η ανία από μόνη της και το γεγονός ότι δεν μπορούμε να ελπίζουμε για τη βελτίωση της ύπαρξης, είναι αρκετά πειστικοί λόγοι για να προκαλέσουν την επιθυμία του θανάτου, ακόμη και εάν βρισκόμαστε σε κατάσταση ευημερίας. Και συχνά αποτελεί έκπληξη για εμένα η έλλειψη καταγραφής πριγκίπων που να έχουν αυτοκτονήσει εξαιτίας της ανίας και της κούρασης του μεγαλείου τους, όπως άλλοι άνθρωποι σε κατώτερες καταστάσεις ζωής. Αναφέρεται πως ο Ηγησίας ο Κυρηναίος[26] συνήθιζε να ομιλεί τόσο εύγλωττα και λογικά για τις δυστυχίες της ζωής, ώστε οι ακροατές του πήγαιναν αμέσως και αυτοκτονούσαν∙ για τον λόγο αυτόν ονομάστηκε «πεισιθάνατος», και απαγορεύτηκε από τον Πτολεμαίο να συνεχίσει τις αγορεύσεις του πάνω σε αυτό το θέμα. Ορισμένοι πρίγκιπες, είναι αλήθεια, υπήρξαν αυτόχειρες, ανάμεσα σους οποίους ο Μιθριδάτης,[27] η Κλεοπάτρα[28] και ο Όθων.[29] Αλλά όλοι αυτοί έθεσαν ένα τέλος στη ζωή τους για να δραπετεύσουν από μερικά ιδιόμορφα δεινά ή από τον τρόμο μπροστά στην αύξηση της δυστυχίας. Οι πρίγκιπες είναι, φαντάζομαι, περισσότερο επιρρεπείς στο να αισθανθούν μίσος για την κατάστασή τους και να σκεφθούν θετικά την αυτοκτονία. Διότι δεν έχουν φθάσει στο αποκορύφωμα αυτού που ονομάζεται ανθρώπινη ευτυχία; Δεν έχουν τίποτα για το οποίο να ελπίσουν, επειδή κατέχουν όλα αυτά που αποτελούν κομμάτι όσων ονομάζονται αγαθά σε αυτή τη ζωή. Δεν προσδοκούν μεγαλύτερη ευχαρίστηση αύριο, από όση απολαμβάνουν σήμερα. Επομένως βρίσκονται σε δυστυχέστερη κατάσταση από όλους τους λιγότερο παινεμένους ανθρώπους. Διότι το παρόν είναι πάντα λυπηρό και λιγότερο ικανοποιητικό∙ το μέλλον μόνο αποτελεί πηγή ευχαρίστησης.
Αλλά ό,τι είναι ας είναι. Βλέπουμε ότι δεν υπάρχει τίποτε που να εμποδίσει τους ανθρώπους από το να παραιτηθούν εκούσια από τη ζωή και να προτιμήσουν τον θάνατο, παρά μόνο ο φόβος ενός άλλου κόσμου. Όλες οι άλλες αιτίες είναι πιθανώς αβάσιμες. Υφίστανται εξαιτίας μιας λάθος εκτίμησης, κατά τη σύγκριση των πλεονεκτημάτων προς τα δεινά της ύπαρξης∙ και όποιος μερικές φορές αισθάνεται μια ισχυρή προσκόλληση στη ζωή ή ζει σε μια κατάσταση ικανοποίησης, το πράττει κατά λάθος, είτε εξαιτίας παρανόησης είτε εξαιτίας βούλησης είτε εξαιτίας ενός γεγονότος.
Πλωτίνος. Αυτό είναι αλήθεια, αγαπητέ Πορφύριε. Αλλά παρ’ όλα αυτά, άφησέ με να σε συμβουλέψω, μάλλον να σε εκλιπαρήσω, να ακούσεις τις συμβουλές της Φύσης[30] περισσότερο παρά της Λογικής. Ακολούθησε τα ένστικτα της Φύσης, μητέρα όλων μας, που μολονότι δεν μας έδειξε τρυφερότητα δημιουργώντας μας για τη δυστυχία, είναι λιγότερο πικρός και σκληρός εχθρός από ό,τι η λογική μας, με την απεριόριστη περιέργεια, τον υποθετικό στοχασμό, την πολυλογία, το όνειρο, τις ιδέες, και τη μίζερη μάθηση. Εξάλλου, η Φύση προσπάθησε να μειώσει τη δυστυχία μας κρύβοντάς την από εμάς ή μεταμφιέζοντάς την όσο το δυνατόν περισσότερο. Και παρόλο που έχουμε αλλάξει τα μέγιστα, και η δύναμη της φύσης εντός μας είναι μειωμένη, δεν αλλάξαμε τόσο πολύ, αφού η πρωταρχική ανθρώπινη φύση και η ζωτικότητα διατηρούνται και δεν έχουν εντελώς καταπνιγεί μέσα μας. Παρόλη την τρέλα μας, ποτέ δεν θα είναι διαφορετικά. Έτσι, επίσης, η λανθασμένη άποψη περί ζωής που ανέφερες, παρόλο που παραδέχομαι ότι είναι στην πραγματικότητα χειροπιαστά λανθασμένη, θα συνεχίσει να υπερέχει. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται όχι μόνο από ηλιθίους και από ημιμαθείς, αλλά και από έξυπνους, σοφούς, και μορφωμένους ανθρώπους, και πάντα θα είναι έτσι, εκτός και εάν η Φύση η ίδια που μας δημιούργησε –και όχι ο άνθρωπος ούτε η λογική του– θέσει ένα τέλος σε αυτή. Και σε διαβεβαιώνω ότι ούτε η απέχθεια για τη ζωή, ούτε η απελπισία, ούτε η αίσθηση της μηδαμινότητας των πραγμάτων, η ματαιοδοξία κάθε αγωνίας, και η ασημαντότητα του ανθρώπου, ούτε το μίσος του κόσμου και του καθενός για τον εαυτό του, διαρκούν πολύ∙ παρόλο που παρόμοιες διαθέσεις του νου είναι τελείως λογικές και οι αντίθετες παράλογες. Διότι η φυσική μας κατάσταση αλλάζει στιγμιαία σε περισσότερο ή λιγότερο βαθμό∙ και συχνά χωρίς καμία ιδιαίτερη αιτία η ζωή καθίσταται αξιαγάπητη καθαυτή για εμάς και πάλι και νέες ελπίδες δίνουν φωτεινότητα στα ανθρώπινα πράγματα, που για μια ακόμη φορά μοιάζουν άξια κάποιας προσοχής, όχι απαραίτητα εξαιτίας της κατανόησής μας, αλλά από αυτό που είναι δυνατόν να ονομαστεί οι ανώτερες αισθήσεις της διάνοιάς μας. Αυτός είναι ο λόγος που ο καθένας μας, παρόλο που είναι τελείως ενήμερος για την αλήθεια, συνεχίζει να ζει σε πείσμα της Λογικής, και η συμπεριφορά του είναι σύμφωνη με των άλλων∙ διότι η ζωή μας ελέγχεται από αυτές τις αισθήσεις και όχι από την κατανόηση.
Είτε η αυτοκτονία είναι λογική είτε ο συμβιβασμός μας με τη ζωή παράλογος, το πρώτο αποτελεί μετά βεβαιότητας μια αποτρόπαια και απάνθρωπη πράξη. Θα ήταν καλύτερο να ακολουθούμε τη Φύση, και να παραμένουμε άνθρωποι, παρά να πράττουμε ως ένα τέρας ακολουθώντας τη Λογική. Εξάλλου, δεν πρέπει να σκεφτούμε τους φίλους, τους συγγενείς, του γνωστούς, και τους ανθρώπους με τους οποίους ζήσαμε μαζί και από τους οποίους θα απομακρυνθούμε με αυτόν τον τρόπο δια παντός; Και εάν η σκέψη ενός τέτοιου αποχωρισμού δεν είναι τίποτα για εμάς, δεν οφείλουμε να υπολογίσουμε τα αισθήματά τους; Θα χάσουν κάποιον που αγαπούσαν και σέβονταν∙ και η φρικαλεότητα του θανάτου του ενισχύει τη θλίψη τους. Γνωρίζω ότι ένας σοφός άνθρωπος δεν συγκινείται εύκολα, ούτε ενδίδει στη θλίψη και στον θρήνο σε ανησυχητικό βαθμό∙ δεν ρίχνει ο ίδιος τον εαυτό του τόσο χαμηλά, δεν χύνει αμέτρητα δάκρυα, ούτε πράττει άλλα παρόμοια πράγματα ανάξια για κάποιον που σαφώς κατανοεί την ανθρώπινη κατάσταση.[31] Αλλά τέτοιο σθένος της ψυχής θα πρέπει να προορίζεται για τραγικές καταστάσεις που απορρέουν από τη φύση ή είναι αναπόφευκτες∙ αποτελεί κατάχρηση σθένους να στερήσουμε τους εαυτούς μας για πάντα από την κοινωνία και τη συζήτηση με τα προσφιλή μας πρόσωπα. Είναι βάρβαρος, και όχι ένας σοφός άνθρωπος, εκείνος που δεν λαμβάνει υπόψη τη θλίψη που βιώνουν οι φίλοι, οι συγγενείς, και οι γνωστοί. Εκείνος που σπανίως προβληματίζεται για τη θλίψη που ο θάνατός του θα προκαλούσε στους φίλους και στην οικογένειά του είναι εγωιστής∙ νοιάζεται λίγο για τους άλλους, και πολύ για τον εαυτό του. Και στα αλήθεια, με την αυτοκτονία σκέφτεται μόνο τον εαυτό του. Δεν επιθυμεί τίποτα παρά την προσωπική του ευημερία, και αποδιώχνει μακριά κάθε σκέψη του υπόλοιπου κόσμου. Εν ολίγοις, η αυτοκτονία είναι μια πράξη του πλέον απόλυτου και χαμερπή εγωισμού, και είναι μετά βεβαιότητας η λιγότερο ελκυστική μορφή φιλαυτίας που υπάρχει στον κόσμο.
Τελικά, αγαπητέ μου Πορφύριε, τα προβλήματα και τα δεινά της ζωής, αν και είναι πολλαπλά και αναπόφευκτα, όταν, όπως στην περίπτωσή σου, δεν συνοδεύονται από τραγική καταστροφή ή σωματική ασθένεια, είναι σε τελική ανάλυση εύκολο να υποφερθούν, ιδιαίτερα από έναν σοφό και δυνατό άνθρωπο όπως είσαι εσύ. Και πράγματι, η ίδια η ζωή είναι τόσο μικρής σπουδαιότητας, ώστε ο άνθρωπος δεν πρέπει να προβληματίζεται πολύ είτε να τη διατηρήσει είτε να την εγκαταλείψει∙ και, χωρίς να σκεφτόμαστε πολύ για αυτό, οφείλουμε να δώσουμε στο πρωταρχικό ένστικτο το προβάδισμα έναντι του μεταγενέστερου.
Εάν ένας φίλος σε ικέτευε να το πράξεις τούτο για ποιόν λόγο να μην τον ικανοποιήσεις;
Τώρα σε θερμοπαρακαλώ ειλικρινά, αγαπητέ μου Πορφύριε, για χάρη της ανάμνησης της μακρόχρονης φιλίας μας, τοποθέτησε αυτή την ιδέα στην άκρη. Μην στεναχωρείς τους φίλους σου, που σε αγαπάνε με τόσο θερμό τρόπο, και τον δικό σου Πλωτίνο, που δεν έχει ούτε ακριβότερο ούτε καλύτερο φίλο στον κόσμο. Βοήθησέ μας να φέρουμε το βάρος της ζωής, αντί να μας εγκαταλείψεις απερίσκεπτα. Ας ζήσουμε, αγαπητέ Πορφύριε, για να παρηγορούμε ο ένας τον άλλον. Επίτρεψέ μας να μην αρνηθούμε το μερίδιο ανθρώπινης οδύνης, που μας κατανεμήθηκε από το πεπρωμένο. Ας προσκολληθούμε ο ένας στον άλλον με αμοιβαία ενθάρρυνση, και χέρι με χέρι ας ενδυναμώσουμε ο ένας τον άλλον, ώστε να υποφέρουμε τα προβλήματα της ζωής. Ο χρόνος μας ούτως ή άλλως θα είναι σύντομος∙ και όταν ο θάνατος έλθει, δεν θα παραπονεθούμε. Κατά την τελευταία ώρα, οι φίλοι και οι σύντροφοί μας θα μας παρηγορήσουν, και θα χαροποιηθούμε από τη σκέψη πως μετά θάνατον θα ζούμε στη μνήμη τους, και θα μας αγαπάνε.
ΣΧΟΛΙΑ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Για μία ελληνόγλωσση βιβλιογραφία για τον ποιητή και το έργο του, βλ. Ζώζη Ζωγραφίδου, «Ο Τζιάκομο Λεοπάρντι στον ελληνικό χώρο: απόπειρα βιβλιογράφησης», Διαπολιτισμός (10/2/2006) 1-8.
[2] Margaret Pabst Battin, (επιμ.), The Ethics of Suicide. Historical Sources. Oxford: Oxford University Press, 2015, σ. 494-499.
[3] Κωνσταντίνα Ευαγ. Μπουμπαρά, Η μελέτη των εικόνων στις λυρικές συνθέσεις (canti) του Τζιάκομο Λεοπάρντι, Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 20.
[4] Για μια ανάλυση των Μικρών ηθικών έργων, βλ. « Leopardi. Poésie d’une prose », Italies. Revue des Études Italiennes, Université de Provence 7, 2003.
[5] Μια ελληνική μετάφραση του έργου περιλαμβάνεται στο Τζιάκομο Λεοπάρδης, Ηθικά έργα, μτφρ. Αρίστος Καμπάνης, Γεώργιος Φέξης, Αθήνα 1912, σ. 42-61.
[6] Ghan Shyam Singh, Leopardi and the theory of Poetry, Lexington: University of Kentucky Press, 1964, σ. 196-197.
[7] Peter Brand and Lino Pertile (επιμ.), The Cambridge History of Italian Literature, Cambridge: Cambridge University Press, 2004, σ. 418-419.
[8] Perle Abbrugiati, « Les Operette morali, livre définitif, livre insaisissable », Italies 7 (2003) 5-8.
[9] Giacomo Leopardi, “Dialogue between Plotinus and Porphyrius,” στο Essays and Dialogues of Giacomo Leopardi, μτφρ. Charles Edwards, London: Trübner and Co., 1882, σ. 182-196. Πρβλ. Giacomo Leopardi, Operette Morali: Essays and Dialogues, μτφρ. Giovanni Cecchetti, Berkeley-Los Angeles-London: University of California Press, 1992, σ. 442-477. Για την πολύ μικρή πραγματεία των Εννεάδων (Ι.9) του Πλωτίνου με τίτλο «Περί εξαγωγής», βλ. Πλωτίνος, Εννεάς Πρώτη, εισ.-μτφρ.-σχ. Παύλος Καλλιγάς, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών 1994, σ. 150-151 και σ. 314-319.
[10] Στην αρχή του «Διαλόγου μεταξύ του Πλωτίνου και του Πορφύριου» ο Λεοπάρντι μεταφράζει cum variatione μια παράγραφο του Πορφύριου (Περί του Πλωτίνου βίου και της τάξεως των βιβλίων αυτού, εισ.-μτφρ.-σχ. Παύλος Καλλιγάς, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, 1991, σ. 46-47 (11.11-15)). Παρόλο που σέβεται τις λέξεις και τη σύνταξη του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου με κομψή ρώμη και υψηλή σημασιολογική επάρκεια, ο Λεοπάρντι προβαίνει σε εσκεμμένες αλλαγές, για να τονίσει μια παιγνιώδη συνδιαλλαγή ανάμεσα στην ορθολογική στάση του Πορφύριου και στο αίσθημα της ψυχής (il senso dell’animo) του Πλωτίνου. Επίσης, η πρωτότυπη παράγραφος δεν παρατίθεται στην ολότητά της, αφού παραλείπονται οι στίχοι 16-19. Στην πραγματικότητα ο Πορφύριος μετέβη στο Λιλύβαιο της Σικελίας για να αλλάξει αέρα και παραστάσεις. Έτσι κατάφερε να εγκαταλείψει την παρόρμησή του, αλλά από την άλλη εμποδίστηκε να είναι κοντά στον Πλωτίνο έως τον θάνατό του. Επομένως, στέρησε τον δάσκαλό του από τα αισθήματα παρηγοριάς, στα οποία αυτός αναφέρεται με συγκινητικά λόγια στο τέλος του διαλόγου. Άρα τα λόγια του αρχαίου φιλοσόφου μεταφέρουν μια ψευδαίσθηση, την οποία ο Λεοπάρντι εν γνώσει του δεν φανερώνει στον αναγνώστη. Βλ. Carla Castelli, “Porfirio nella «Vita di Plotino». Note a una traduzione di Giacomo Leopardi”, Giornale Storico della Letteratura Italiana 192.640 (2015) 571.
[11] Ευνάπιος, Βίοι Φιλοσόφων και Σοφιστών ΙΙΙ-IV. Βλ. όλο το σχετικό κείμενο με μετάφραση στο Περί του Πλωτίνου Βίου, ό.π. 192-199. Ο Ευνάπιος συνδέει τη συγγραφή της μικρής πραγματείας του Πλωτίνου «Περί εξαγωγής» με το περιστατικό που περιγράφεται στο Περί του Πλωτίνου Βίου σχετικά με τη «μελαγχολικήν νόσον» του Πορφύριου, και ισχυρίζεται ότι ο τελευταίος συνέγραψε ένα σχετικό υπόμνημα. Όμως ο Πορφύριος τη συμπεριλαμβάνει στα έργα που είχαν γραφεί προτού ο ίδιος μεταβεί στη Ρώμη κοντά στον Πλωτίνο. Επομένως, η μαρτυρία του Ευνάπιου θεωρείται μυθιστορηματικού τύπου. Βλ. Πλωτίνος, Εννεάς Πρώτη, ό.π., σ. 316-17 και σημ. 13.
[12] Το αίσθημα της μηδαμινότητας των πραγμάτων είναι χαρακτηριστικό της ποίησης του Λεοπάρντι. Σύμφωνα με τον τελευταίο, το αίσθημα του μηδενός αφορά τον θάνατο και όταν είναι έντονο, διαπερνά τον άνθρωπο ή τον αναγνώστη, ώστε η ψυχή αντιλαμβάνεται τον εξωτερικό θάνατο ως δικό της θάνατο. Βλ. Giacomo Leopardi, Zibaldone: The Notebooks of Leopardi, New York: Penguin, 2013, σ. 261.
[13] Ο Λεοπάρντι είχε την αίσθηση ότι οι αρχαίοι ήταν ευτυχέστεροι των νεώτερων ανθρώπων, επειδή χρησιμοποιούσαν τις ψευδαισθήσεις για να κρύψουν την αλήθεια μιας χωρίς νόημα ή ελπίδα ζωής. Αντίθετα οι νεώτεροι βίωναν τον απελπισμό και την ανία, επειδή η αλήθεια δεν ήταν εξασθενημένη ή κρυμμένη από αυτούς. Σύμφωνα με τον ίδιο, η ευτυχία εξαρτάται από υγιεινές ψευδαισθήσεις περί ποιοτικών ιδιοτήτων, όπως είναι η αρετή, η μεγαλοπρέπεια και η γενναιοδωρία. Βλ. Alan Rosenthal, “The Theory and Poetry of Ennui: Leopardi and Baudelaire”, Neophilologism 60.3 (1976) 342.
[14] Ο Λεοπάρντι διατηρεί μια αμφίσημη στάση απέναντι στον Πλάτωνα, του οποίου το έργο μελέτησε στους πρώτους μήνες του 1823. Παρόλο που συνήθως η αναζήτησή του Λεοπάρντι εστιάζει στον ποιητικό, οραματιστή και εμπνευσμένο Πλάτωνα, και όχι στον διαλεκτικό και ορθολογιστή, εδώ απορρίπτει «τα δόγματα και τα όνειρά του». Στο κείμενο μοιάζει να μην συμπαθεί ιδιαίτερα τη λογική σκέψη των αρχαίων. Όμως το πιθανότερο είναι ότι δεν συμμερίζεται τη θρησκευτική όψη της πλατωνικής φιλοσοφίας, ενώ αντίθετα είναι φίλα προσκείμενος στα Ομηρικά Έπη, ως πλησιέστερα στις ποιητικές του τάσεις.
[15] Πρέπει να τονιστεί η ορθότητα της ιστορικής ερμηνείας του Λεοπάρντι όσον αφορά τις αρχαίες φιλοσοφικές σχολές, εφόσον έχει κατανοήσει ότι αυτές δεν ανέπτυσσαν απλά μια θεωρητική σκέψη, αλλά ότι τη συνδύαζαν πάντα με μία πρακτική του βίου. Βλ. Pierre Hadot, Τι είναι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, μτφρ. Άννα Κλαμπατσέα, Αθήνα: Ίνδικτος, 2002, σ. 13 κ. εξ.
[16] Ο Λεοπάρντι αναφέρεται σε μια πεζή και επιφανειακή αντίληψη για τον πλατωνισμό ως στείρο ιδεαλισμό και όχι ως θεωρία των «όντως όντων», δηλαδή την κατεξοχήν υπάρχουσα πραγματικότητα εν αντιθέσει προς τον φθαρτό και προσωρινό αισθητό κόσμο της γένεσης.
[17] Ο Λεοπάρντι αμφισβητεί τον κλασικό ουμανισμό, που βασίζεται στη θέση περί μιας αμετάβλητης ανθρώπινης ουσίας, οικοδομώντας πάνω σε αυτή μία μεταφυσική (Βλ. R. G. Collingwood, The Idea of History, Oxford: Oxford University Press, 2005, σ. 42). Επίσης, απορρίπτει τη χριστιανική πίστη ότι ο άνθρωπος είναι ο τελικός στόχος και ο σκοπός ή η κορωνίδα της δημιουργίας (W. Windelband and H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, τ. Α’, μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1980, σ. 303). Για αυτούς τους λόγους βρίσκεται πλησιέστερα στη νεοπλατωνική αρχή της πληρότητας ή αλύσου των όντων, εντός της οποίας ο άνθρωπος πρέπει να αναζητήσει μόνο για τον εαυτό του τη λύτρωση με την επιστροφή του στο άπειρο (βλ. Arthur O. Lovejoy, The Great Chain of Being, Cambridge-London: Harvard University Press, 1964, σ. 288-314). Άλλωστε, ο Λεοπάρντι σε έναν άλλον διάλογο των Μικρών ηθικών έργων (Il Copernico), αναφέρεται στο κοπερνίκειο ανοιχτό κοσμοείδωλο, σε αντίθεση προς την αντίληψη για ένα κλειστό σύμπαν του Μεσαίωνα. Στην αλλαγή αυτή συνέβαλλε και η νεοπλατωνική αντίληψη για τον ήλιο ως κεντρικό σύμβολο του αγαθού πέραν του νοητού κόσμου.
[18] Για τον δάσκαλο του Πορφύριου, η ανδρεία συνίσταται στην αφοβία απέναντι στον θάνατο. Ο τελευταίος σημαίνει το να είναι η ψυχή χωριστά από το σώμα, αλλά κατά τη νεοπλατωνική φιλοσοφία αυτό δεν το φοβάται όποιος αγαπά να είναι μόνος σε σχέση με τον θεό. Η αφοβία απέναντι στον θάνατο εντάσσεται στο πλαίσιο της μεγαλοψυχίας, δηλαδή στην περιφρόνηση των γήινων πραγμάτων (βλ. Πλωτίνου Εννεάς Πρώτη, ό.π., σ. 109 (Ι.6.9)). Ο Πορφύριος κατά τον Λεοπάρντι ερμηνεύει λάθος αυτή την αφοβία και την περιφρόνηση των υλικών όντων ως τάση προς θάνατο.
[19] Ο Λεοπάρντι, όπως και ο Σίγκμουντ Φρόιντ αργότερα (βλ. ιδιαίτερα, Σίγκμουντ Φρόιντ, Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας, μτφρ. Γιώργος Βαμβαλής, Αθήνα: Επίκουρος, 1974, σ. 25-27 κ.ά.) δεν ήταν πεπεισμένος ότι ο πολιτισμός είναι δυνατόν να εσωτερικευθεί χωρίς να αφήσει υπολείμματα. Αντίθετα υποστήριζε ότι ο πολιτισμός καθιστά τα ένστικτα και την επιθυμία περισσότερο επικίνδυνα. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα ανθρώπινα υποκείμενα εκλαμβάνοντας τη νεώτερη κοινωνία ως εξαιρετικά καταπιεστική, όσον αφορά το επιμέρους καλό, μετατρέπουν τη φιλαυτία σε έναν «καθολικό εγωτισμό». Έτσι η κοινωνία δημιουργεί μια τριβή ανάμεσα στα μέλη της που στρέφονται εναντίον του διπλανού τους, όχι εναντίον του ξένου, όπως συνέβαινε στην αρχαία εποχή. Βλ. Paola Gabarota, Irresistible Signs. The Genius of Language and Italian National Identity, Toronto-Buffalo-London: University of Torronto Press, 2011, σ. 224.
[20] Η προτίμηση του Λεοπάρντι στη μυστικιστική όψη της πλατωνικής φιλοσοφίας διαφαίνεται από το γεγονός ότι επέλεξε να μας δώσει την παρούσα λογοτεχνική παραλλαγή της στιχομυθίας μεταξύ του Πλωτίνου και του Πορφύριου, τους κατεξοχήν κληρονόμους και συνεχιστές αυτής της παράδοσης, στην οποία από τους νεώτερους δόθηκε το όνομα «νεοπλατωνισμός». Ο Λεοπάρντι πρέπει να είχε ανακαλύψει στο έργο του Πλάτωνα μια οικεία ψυχική και διανοητική διάθεση, που κατά αυτόν σχετιζόταν με την ποιητική διάσταση, αν και γνώριζε την πλατωνική καταδίκη της ποίησης. Βλ. Franco D’ Intino, “Leopardi and Plato”, Odradek 1.2 (2015) 8.
[21] Πλάτων, Γοργίας 523.e.7-524.a.7: ἐγὼ μὲν οὖν ταῦτα ἐγνωκὼς πρότερος ἢ ὑμεῖς ἐποιησάμην δικαστὰς ὑεῖς ἐμαυτοῦ͵ δύο μὲν ἐκ τῆς Ἀσίας͵ Μίνω τε καὶ Ραδάμανθυν͵ ἕνα δὲ ἐκ τῆς Εὐρώπης͵ Αἰακόν· οὗτοι οὖν ἐπειδὰν τελευτήσωσι͵ δικάσουσιν ἐν τῷ λειμῶνι͵ ἐν τῇ τριόδῳ ἐξ ἧς φέρετον τὼ ὁδώ͵ ἡ μὲν εἰς μακάρων νήσους͵ ἡ δ΄ εἰς Τάρταρον. καὶ τοὺς μὲν ἐκ τῆς Ἀσίας Ραδάμανθυς κρινεῖ͵ τοὺς δὲ ἐκ τῆς Εὐρώπης Αἰακός· Μίνῳ δὲ πρεσβεῖα δώσω ἐπιδιακρίνειν͵ ἐὰν ἀπορῆτόν τι τὼ ἑτέρω͵ ἵνα ὡς δικαιοτάτη ἡ κρίσις ᾖ περὶ τῆς πορείας τοῖς ἀνθρώποις.
[22] Η σύνδεση της πλατωνικής φιλοσοφίας με τον ολοκληρωτισμό έγινε κυρίως τον 20ο αιώνα από τον Αυστριακό-Βρετανό φιλόσοφο Καρλ Πόπερ (1902-1994), στο έργο του Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της (1945). Σύμφωνα με τον Πόπερ ο Πλάτων ήταν ο πρώτος μεγάλος ουτοπιστής και όλοι οι ολοκληρωτικοί πολιτικοί μοιράζονται τις ουτοπικές τάσεις του, δηλαδή την αναμόρφωση της κοινωνίας με βάση ένα μεγάλο σχέδιο. Ωστόσο, ο ίδιος τόνισε ότι το έργο του Πλάτωνα δεν αποτέλεσε έμπνευση για κανένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Παρόμοιες ουτοπικές και απάνθρωπες τάσεις φαίνεται ότι ανιχνεύει στην πλατωνική φιλοσοφία και ο Λεοπάρντι τοποθετώντας τες στο στόμα του Πορφύριου.
[23] Ο ποιητής πιθανόν να ήταν ενήμερος ότι σύμφωνα με τον Ηρόδοτο η θεωρία της αθανασίας και της μετενσάρκωσης της ψυχής έχει αιγυπτιακή προέλευση. Στην Ελλάδα παρόμοιες δοξασίες απαντούν στην ορφική και στην πυθαγόρεια διδασκαλεία πριν από την εποχή του Πλάτωνα. Βλ. Άννα Κελεσίδου, Σπουδές ψυχής. Αρχαία ελληνική φιλοσοφική ψυχολογία, Αθήνα: Ιδεοθέατρον, 1999, σ. 31-32.
[24] Εφόσον σύμφωνα με τον Πλωτίνο η Φύση είναι απόρροια της υπόστασης της Ψυχής, η οποία ενεργεί ως εντεταλμένη του Νου και του Ενός, διέπεται από μια ανώτερη λογική (βλ. John N. Deck, Nature, Contemplation, and the One. A Study in the Philosophy of Plotinus, New York: Larson Publications, 1991, σ. 83-92). Έτσι μόνο εάν κανείς ακολουθεί τους νόμους της φύσης δεν εναντιώνεται προς τον Λόγο, άρα η αυτοκτονία είναι όχι μόνο αφύσικη, αλλά και παράλογη.
[25] Η ρατσιστική και εθνοκεντρική αυτή αντίληψη του Λεοπάρντι επικρατούσε όχι μόνο μέχρι τον 19ο, αλλά και κατά τον 20ο αιώνα. Ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτε στις επιστήμες που να μας βεβαιώνει για την πνευματική ανωτερότητα ή κατωτερότητα της μιας φυλής ως προς την άλλη (βλ. Cl. Levi-Strauss, Φυλές και Ιστορία, μτφρ. Γιώργος Λύγγος, Αθήνα: Μπάιρον, 1987, σ. 11).
[26] Ο Ηγησίας ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος της Κυρηναϊκής Σχολής, που έζησε τον 3ο αιώνα π.Χ. Έδρασε στην Αλεξάνδρεια, όπου παρωθούσε τους ακροατές των παραδόσεών του στην αυτοκτονία. Ο βασιλιάς της Αιγύπτου Πτολεμαίος Α΄ απαγόρευσε τα μαθήματα του Ηγησία, εξαιτίας αυτού. Ο Ηγησίας πρέσβευε ότι τίποτε δεν είναι με φυσικό τρόπο ευχάριστο ή οδυνηρό, αλλά ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν ευχαρίστηση, ενώ άλλοι βρίσκονται σε οδυνηρή κατάσταση, ανάλογα με την έλλειψη ή την σπανιότητα ή την υπεραφθονία ενός αντικειμένου. Βλ. Voula Tsouna, The Epistemology of the Cyrenaic School, Cambridge, Cambridge University Press, 2004, σ. 28.
[27] Ο βασιλιάς του Πόντου και της Μικράς Αρμενίας στη βόρεια Μικρά Ασία Μιθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ (132-63 π.Χ.) κατά τη δεύτερη φάση του τρίτου Πολέμου με τους Ρωμαίους (66-63 π.Χ.), βλέποντας πως πλησιάζει το τέλος του, έδωσε εντολή να αυτοκτονήσουν όλες οι γυναίκες και τα παιδιά του, που τον συνόδευαν και ύστερα αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει και ο ίδιος. Επειδή όμως ο οργανισμός του είχε συνηθίσει στα δηλητήρια, τον σκότωσε τελικά -ύστερα από επιθυμία του- ένας Γαλάτης μισθοφόρος. Βλ. Adrianne Mayor, The Poison King. The Life and Legend of Mithradates Rome’s Deadliest Enemy, Princeton-Oxford: Princeton University Press, 2010, κεφ. 15.
[28] Ο θάνατος της Κλεοπάτρας στην πράξη καλύπτεται από μυστήριο. Το βέβαιο γεγονός είναι πως κάποια μέρα βρέθηκε νεκρή, ντυμένη με τα βασιλικά της ενδύματα. Η ιστορία που κυκλοφόρησε στη Ρώμη τις επόμενες εβδομάδες ήταν ότι κατάφερε να της σταλούν μυστικά μία ή δύο ασπίδες (είδος οχιάς), στις οποίες επέτρεψε να την δαγκώσουν. Το πιο πιθανό είναι να αυτοκτόνησε με κάποιο δηλητήριο που έφερε πάνω της, όπως και άλλοι ηγέτες της εποχής της. Βλ. Justin Pollard and Howard Reid, The Rise and Fall of Alexandria. Birthplace of the Modern World, London: Viking, 2006, σ. 173.
[29] Ο Όθος ή Όθων (Marcus Salvius Otho Caesar Augustus, 32-69 μ.Χ.) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας επί τρεις μήνες, από τις 15 Ιανουαρίου μέχρι τις 16 Απριλίου του 69. Η αυτοκτονία του ήταν απρόσμενη, διότι ενώ τα στρατεύματά του ήταν ακόμη ισχυρά και μπορούσε να νικήσει τον αντίπαλό του Βιτέλλιο (Aulus Vitellius Germanicus Augustus, 15-69 μ.Χ.), αυτός αποσύρθηκε στη σκηνή του, καρφώνοντας ένα ξιφίδιο στο στήθος του. Μια πιθανή ερμηνεία της πράξης του είναι ότι δεν επιθυμούσε να οδηγήσει τη Ρώμη σε εμφύλιο πόλεμο. Βλ. Martial, Epigrams, Vol. II: 6-10, μτφρ.-επιμ. D. R. Shackleton Bailey, Cambridge-London: Harvard University Press, 1993, σ. 25 (6.32).
[30] Στην περίπτωση της Φύσης κατά τον Πλωτίνο υπάρχει ένα στοιχείο μεγαλειώδες, που συνίσταται στο ότι όλα συμβαίνουν ήπια, κατά τρόπο πράο και αθόρυβο. Ο φυσικός κόσμος αποτελεί μία αέναη, αλλά σιωπηλή δημιουργία (βλ. Γεώργιος Σωτ. Φουντουλάκης, Φύση και Σιωπή στον Πλωτίνο, Αθήνα: Επτάλοφος, χ.χ. σ. 63. Πρβλ. Πλωτίνος, Εννεάδες ΙΙ.8.4.1-4). Η Φύση κατά κάποιους μελετητές του Πλωτίνου αποτελεί μία τέταρτη υπόσταση, που τοποθετείται ανάμεσα στην Ψυχή και στον υλικό κόσμο. Οπωσδήποτε ο Λεοπάρντι δεν ξεφεύγει από την αντίληψη του Πλωτίνου περί μίας φύσης γεννώσας (natura naturatis) και γεννώμενης (natura naturata) ή περί μίας διέπουσας λογικής σε αυτή, που οφείλουμε να ακολουθούμε. Κατά τον Πλωτίνο, τα ανώτερα όντα κινούνται αρμονικά, ως μέρη του σύμπαντος. Τα κατώτερα φθείρονται, επειδή δεν έχουν τη δύναμη να υποφέρουν την τάξη του σύμπαντος, και είναι σαν μια χελώνα, που αν τύχει μέσα στον δρόμο μίας μεγάλης ομάδας χορευτών που προχωρεί εύρυθμα, θα καταπατηθεί, γιατί δεν θα μπορέσει να αποφύγει την τακτικότητα των χορευτικών βημάτων. Αν όμως αυτή μπορούσε να ενταχθεί στον ρυθμό τους, τότε ούτε κι αυτή θα πάθαινε τίποτε από τον χορό (βλ. Πλωτίνος, Εννεάδων Βιβλία 30-33 (Το «Μεγάλο Βιβλίο»), εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Γιάννης Τζαβάρας, Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη, 1995, σ. 265). Ωστόσο, ο Λεοπάρντι θεωρεί τη λογική διακριτή από τη φύση, και όχι απαραίτητα εντός της. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκει να υποδηλώσει την αποκοπή του νεώτερου ανθρώπου από την αρχαία ένθεο φύση (Κώστας Αξελός, Προς την πλανητική σκέψη, Αθήνα: Εστία, 1985, σ. 72).
[31] Ο Πλωτίνος σίγουρα θα επικροτούσε την άποψη αυτή του Λεοπάρντι, όπως δέχεται και την επίμονη παράδοση σύμφωνα με την οποία ο Επίκουρος είχε ισχυριστεί ότι ο σοφός είναι τόσο ατάραχος, ώστε ακόμη και αν βρισκόταν στον περιβόητο χάλκινο ταύρο του Φάλαρη, τυράννου του Ακράγαντα κατά το πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ., ο οποίος έψηνε ζωντανούς μέσα σε αυτόν τους αντιπάλους του θα αναφωνούσε: «ως ηδύ εστίν». Βλ. Πλωτίνου, Εννεάς Πρώτη, ό.π., σ. 83 και σ. 246.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-
Battin, Margaret Pabst (επιμ.), The Ethics of Suicide. Historical Sources. Oxford: Oxford University Press, 2015.
-
Brand, Peter, and Pertile, Lino (επιμ.), The Cambridge History of Italian Literature, Cambridge: Cambridge University Press, 2004.
-
Castelli, Carla, “Porfirio nella «Vita di Plotino». Note a una traduzione di Giacomo Leopardi”, Giornale Storico della Letteratura Italiana 192 (640) (2015) 571-581.
-
Collingwood, Robin George, The Idea of History, Oxford: Oxford University Press, 2005.
-
Deck, John N., Nature, Contemplation, and the One. A Study in the Philosophy of Plotinus, New York: Larson Publications, 1991.
-
Essays and Dialogues of Giacomo Leopardi, μτφρ. Charles Edwards, London: Trübner and Co., 1882.
-
Gabarota, Paola, Irresistible Signs. The Genius of Language and Italian National Identity, Toronto-Buffalo-London: University of Torronto Press, 2011.
-
Hadot, Pierre, Τι είναι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, μτφρ. Άννα Κλαμπατσέα, Αθήνα: Ίνδικτος, 2002.
-
Intino, Franco D’, “Leopardi and Plato”, Odradek2 (2015) 1-44.
-
Leopardi, Giacomo, Operette Morali: Essays and Dialogues, μτφρ. Giovanni Cecchetti, Berkeley-Los Angeles-London: University of California Press, 1992.
-
Leopardi, Giacomo, Zibaldone: The Notebooks of Leopardi, New York: Penguin, 2013.
-
Levi-Strauss, Cl., Φυλές και Ιστορία, μτφρ. Γιώργος Λύγγος, Αθήνα: Μπάιρον, 1987.
-
Lovejoy, Arthur O., The Great Chain of Being, Cambridge-London: Harvard University Press, 1964.
-
Martial, Epigrams, Vol. II: 6-10, μτφρ.-επιμ. D. R. Shackleton Bailey, Cambridge-London: Harvard University Press, 1993.
-
Mayor, Adrianne, The Poison King. The Life and Legend of Mithradates Rome’s Deadliest Enemy, Princeton-Oxford: Princeton University Press, 2010.
-
Pollard, Justin, and Reid, Howard, The Rise and Fall of Alexandria. Birthplace of the Modern World, London: Viking, 2006.
-
Prete, Antonio, et. al., « Leopardi. Poésie d’une prose », Revue des Études Italiennes, Université de Provence 7, 2003.
-
Rosenthal, Alan, “The Theory and Poetry of Ennui: Leopardi and Baudelaire”, Neophilologism3 (1976) 342-356.
-
Singh, Ghan Shyam, Leopardi and the theory of Poetry, Lexington: University of Kentucky Press, 1964.
-
Tsouna, Voula, The Epistemology of the Cyrenaic School, Cambridge, Cambridge University Press, 2004.
-
Windelband, W., and Heimsoeth, H., Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, τ. Α’, μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1980.
-
Αξελός, Κώστας, Προς την πλανητική σκέψη, Αθήνα: Εστία, 1985.
-
Ζωγραφίδου, Ζώζη, «Ο Τζιάκομο Λεοπάρντι στον ελληνικό χώρο: απόπειρα βιβλιογράφησης», Διαπολιτισμός (10/2/2006) 1-8.
-
Κελεσίδου, Άννα, Σπουδές ψυχής. Αρχαία ελληνική φιλοσοφική ψυχολογία, Αθήνα: Ιδεοθέατρον, 1999.
-
Λεοπάρδης, Τζιάκομο, Ηθικά έργα, μτφρ. Αρίστος Καμπάνης, Γεώργιος Φέξης, Αθήνα 1912.
-
Μπουμπαρά, Κωνσταντίνα Ευαγ., Η μελέτη των εικόνων στις λυρικές συνθέσεις (canti) του Τζιάκομο Λεοπάρντι, Θεσσαλονίκη, 2004.
-
Πλωτίνος, Εννεάδων Βιβλία 30-33 (Το «Μεγάλο Βιβλίο»), εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Γιάννης Τζαβάρας, Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη, 1995.
-
Πλωτίνος, Εννεάς Πρώτη, αρχαίο κείμενο-μετάφραση-σχόλια Παύλος Καλλιγάς, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών 1994.
-
Πορφύριος, Περί του Πλωτίνου βίου και της τάξεως των βιβλίων αυτού, εισαγωγή-αρχαίο κείμενο-μετάφραση-σχόλια Παύλος Καλλιγάς, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, 1991.
-
Φουντουλάκης, Γεώργιος Σωτ., Φύση και Σιωπή στον Πλωτίνο, Αθήνα: Επτάλοφος, χ.χ.
-
Φρόιντ, Σίγκμουντ, Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας, μτφρ. Γιώργος Βαμβαλής, Αθήνα: Επίκουρος, 1974.