ASSASSINS. The secret warriors of the “Old Man of the Mountain”

«ΑΣΑΣΙΝΟΙ. Οι μυστικοί πολεμιστές του “Γέρου του Βουνού”» στο: Κατελής Βίγκλας, ΧΑΛΔΑΙΟΙ-ΙΝΔΟΑΡΙΟΙ-ΑΣΑΣΙΝΟΙ. Κοιτίδες των θεών, των ανθρώπων και του ολέθρου, εκδ. Per Aspera Ad Astra, Βόλος 2017, 86-110 (ISBN: 978-618-82749-3-8).

Αναδημοσίευση: Δημήτρης Κιτσίκης, Κατελής Βίγκλας,«Ἀσασῖνοι: Ὁ τζιχαδισμός στόν ΙΑ’ αἰῶνα», ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗ. Τριμηνιαῖο περιοδικό Γεωπολιτικῆς 95 (Άνοιξη 2020) 13-23.

Δημ.Κκιτσίκης Ενδιάμεση Πρειοχή 95

3. Iran_-_Qazvin_-_Alamout_Castle_View

Θέα του Κάστρου Αλαμούτ κτισμένου πάνω σε μια στενή κορυφογραμμή στην κορυφή ενός υψηλού βράχου, στην καρδιά των ορέων Ελμπούρζ.

ΠΕΡΊΛΗΨΗ

Οι ασασίνοι ήταν μέλη ενός θρησκευτικο-στρατιωτικού τάγματος των Ισμαηλιτών, που υπάγονται στους σιίτες, έναν από τους δύο κύριους κλάδους του Ισλάμ (ο άλλος είναι οι σουνίτες). Πιο συγκεκριμένα, η ονομασία ασασίνοι αποδόθηκε στους μεσαιωνικούς Νιζαρίτες Ισμαηλίτες, που υποστήριζαν τις αξιώσεις του Νιζάρ, πρωτότοκου γιου του εκλιπόντος χαλίφη της δυναστείας των Φατιμιδών (909-1171), στην εξουσία. Το τάγμα ιδρύθηκε το 1094 με έδρα το οχυρό Αλαμούτ του βορειοδυτικού Ιράν και πρώτο ηγέτη τον Χασάν ι Σαμπάχ, γνωστό με τον τίτλο Γέρος του Βουνού, και τα μέλη του διέπρατταν πολιτικές δολοφονίες με την τακτική των αποστολών αυτοκτονίας, καθώς πίστευαν ότι αν πεθάνουν την ώρα της εκτέλεσης του καθήκοντος θα κερδίσουν μια θέση στον παράδεισο.

Λέξεις κλειδιά: Ισμαηλίτες, Χασάν ι Σαμπάχ, Αλαμούτ, Τα τέσσερα κεφάλαια, Μάρκο Πόλο, Οριενταλισμός, Assassin’s Creed

 

ASSASSINS. The secret warriors of the “Old Man of the Mountain”

Abstract 

The Assassins were members of a Muslim-Islamic military Order, which come under the Shiites, one of the two main branches of Islam (the other one is the Sunnis). More specifically, the name Assassins was attributed to the medieval Nizari Ismailis, who supported the claims of Nizar, the eldest son of the fallen caliph of the Fatimid dynasty (909-1171), in power. The order was founded in 1094 by its first leader Hassan-i Sabbah, known as the Old Man of the Mountain, and had its headquarters on the fort Alamut of Northwest Iran. Its members were committing political killings though the tactics of suicide missions, as they believed that if they die at the moment of carrying out their task will gain a place in paradise.

Keywords: Ismailis, Hassan-i Sabbah, Alamut, The Four Chapters, Marco Polo, Orientalism, Assassin’s Creed

4. Panorama en route to Alamut Castle - Northwestern Iran

Πανόραμα καθ’ οδόν προς το κάστρο του Αλαμούτ, στο βορειοδυτικό Ιράν.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο αραβοϊσλαμικός πολιτισμός εκτείνεται κατά την περίοδο μεταξύ του 7ου και του 10ου αιώνα, δηλαδή από την εμφάνιση του Ισλάμ έως την κατάργηση της πολιτικής εξουσίας του αραβικού χαλιφάτου της Βαγδάτης. Μετά την περίοδο αυτή ο πολιτισμός των πρώην αραβοϊσλαμικών χαλιφάτων είναι γενικά ισλαμικός χωρίς να χρειάζεται εθνικό προσδιορισμό. Η εμφάνιση του Ισλάμ και η ενδοαραβική του επικράτηση σηματοδότησαν το τέλος της ηρωικής περιόδου και την αρχή της καθεαυτής ισλαμικής ιστορίας.

Καθ’ όλη τη διαδρομή της ιστορίας των ισλαμικών κοινωνιών ο ισλαμικός πολιτισμός δεν έπαψε ποτέ να στηρίζεται σε τέσσερις βασικές δογματικές πηγές: α. το Κοράνι, δηλαδή το ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων που αποκαλύφθηκε από τον Θεό στους ανθρώπους μέσω του Προφήτη Μωάμεθ, β. τις χαντίθ, δηλαδή την παράδοση των λόγων και των πράξεων του Μωάμεθ ή ακόμα την έγκρισή του για ό,τι ειπώθηκε ή τελέστηκε ενώπιόν του, γ. την ijma, δηλαδή την απόλυτη συμφωνία της μουσουλμανικής κοινότητας, και δ. τις qiyas ή ijihad, δηλαδή τη λογική επιχειρηματολογία. Οι πηγές αυτές αποτελούν τις βάσεις της «ούμα», της Κοινότητας των Πιστών σε ολόκληρο τον κόσμο. Επίσης, βρίσκονται στα θεμέλια του ισλαμικού νόμου (σαρία), έτσι όπως αυτός κωδικοποιείται και ερμηνεύεται από τους θεολόγους νομοδιδασκάλους (ουλαμά) που ορίζουν θεσμικά το περιεχόμενο και τα όρια της ισλαμικής «ορθοδοξίας» και επίσης διότι νοηματοδοτούν το επίπεδο της πρακτικής στην καθημερινή ζωή προσφέροντας το θεωρητικό υπόβαθρο αυτού που ονομάζεται «πέντε στύλοι του Ισλάμ». Οι πέντε αυτοί στύλοι, τους οποίους οι μουσουλμάνοι οφείλουν να ακολουθούν, είναι: α. η ομολογία της πίστης σε έναν Θεό και στον Προφήτη Του, τον Μωάμεθ, β. η προσευχή στον Θεό πέντε φορές την ημέρα, γ. η ελεημοσύνη, δ. η νηστεία κατά τη διάρκεια του σεληνιακού μήνα Ραμαντάν, ε. το προσκύνημα στη Μέκκα τουλάχιστον μια φορά στη διάρκεια της ζωής του κάθε πιστού. Εκτός από τους πέντε αυτούς στύλους του Ισλάμ, πολλοί θεωρούν τον ιερό πόλεμο εναντίον των απίστων τον έκτο στύλο της πίστης.

Οι πέντε στύλοι του Ισλάμ, πρακτικοί καθώς είναι στη σύλληψή τους, προσφέρουν στους μουσουλμάνους ένα πλαίσιο που είναι θρησκευτικό και ταυτόχρονα πολιτικό. Πράγματι, ο διαχωρισμός θρησκείας και πολιτικής ποτέ δεν αναπτύχθηκε στην ισλαμική παράδοση με τον τρόπο που αναπτύχθηκε στο Χριστιανισμό. Είναι ενδεικτικό ότι από την εμφάνιση του Ισλάμ ο Μωάμεθ ήταν ταυτόχρονα θρησκευτικός, πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης. Το ιδεώδες αυτό έμελλε να διατηρηθεί και μετά τον θάνατό του, όταν το Ισλάμ εξαπλώθηκε από την Ισπανία ως την Ινδονησία. Μαζί με αυτές υφίσταται και ένα άλλο είδος πρακτικών, οι οποίες θα μπορούσαν να ενταχθούν στην κατηγορία «ισλαμικός μυστικισμός».

Όταν πέθανε ο Μωάμεθ, το 632, οι Άραβες που τον ακολουθούσαν διχάστηκαν για το ποιος έπρεπε να τον διαδεχθεί. Οι περισσότεροι, που αργότερα θα γίνονταν γνωστοί ως σουνίτες, υποστήριξαν τον Αμπού Μπακρ, έναν φίλο τού Προφήτη και πατέρα της συζύγου του, Αΐσα. Άλλοι επισήμαναν ότι ο Προφήτης είχε ορίσει διάδοχό του τον Άλι, εξάδελφο και γαμπρό του, και έγιναν γνωστοί ως σιίτες. Οι υποστηρικτές του Αμπού Μπακρ επικράτησαν, παρόλο που ο Άλι κυβέρνησε για λίγο με τον τίτλο του τέταρτου χαλίφη. Ο διχασμός αυτός οξύνθηκε ακόμη περισσότερο όταν ο γιος τού Άλι, ο Χουσέιν, σκοτώθηκε το 680 στην Καρμπάλα από σουνίτες στρατιώτες. Οι σουνίτες εξακολούθησαν να μονοπωλούν την πολιτική ισχύ, ενώ οι σιίτες ζούσαν στο περιθώριο και συμβουλεύονταν τους ιμάμηδες, των οποίων οι πρώτοι δώδεκα ήταν απόγονοι του Άλι.

Ως κύριος κλάδος του Ισλάμ, οι σιίτες υποδιαιρούνται στα ακόλουθα ρεύματα: στους Ιμαμίτες (Δωδεκαδικούς), οι οποίοι αποτελούν το μεγαλύτερο ρεύμα των σιιτών και στους Ισμαηλίτες (Επταδικούς), οι οποίοι αποτελούν τον δεύτερο σε μέγεθος σιιτικό κλάδο. Οι Ισμαηλίτες δογματικά διέφεραν από τους Δωδεκαδικούς σιίτες, επειδή θεωρούσαν πως η γραμμή διαδοχής στο αξίωμα του ιμάμη είχε τελειώσει με τον Ισμαήλ, γιο του Τζαφάρ Αλ-Σαντίκ, ο οποίος προοριζόταν να γίνει Έβδομος Ιμάμης, αλλά πέθανε πριν από τον πατέρα του. Τον Ισμαήλ δεν τον αναγνώριζαν οι Δωδεκαδικοί που θεωρούσαν ότι Έβδομος Ιμάμης ήταν ο Μούσα Αλ-Καζίμ, δευτερότοκος γιος του Αλ-Σαντίκ. Οι Ισμαηλίτες αντί να αποσυρθούν από την πολιτική ζωή μαζί με τους υπόλοιπους σιίτες, παρέμειναν πολιτικοί ακτιβιστές επιδιώκοντας την ανατροπή του Χαλιφάτου των Αββασιδών (750-1258), που ιδρύθηκε από τους απογόνους του νεότερου θείου του Προφήτη, Αμπάς ιμπν Αμπντ αλ-Μουτάλιμπ (566-653 μ.Χ.) στην Κούφα το 750, και την εφαρμογή ενός άλλου κοινωνικού συστήματος.

7.Coin of the Abbasids, Baghdad, Iraq, 765

Νόμισμα του Χαλιφάτου των Αββασιδών (χρονολογείται το 765). Οι Αββασίδες έκτισαν την πρωτεύουσά τους στη Βαγδάτη, αφού ανέτρεψαν το Χαλιφάτο των Ομεϋαδών.

Η πρώτη πολιτική επιτυχία των Ισμαηλιτών ήλθε το 909, με την κατάκτηση της εξουσίας στην Τυνησία από τον Ισμαηλίτη ηγέτη των Φατιμίδων (909-1171) που προσδιορίστηκε με τον μεσσιανικό τίτλο Αλ-Μαχντί (ο Καθοδηγημένος). Το 969 οι Ισμαηλίτες Φατιμίδες απέσπασαν και την Αίγυπτο από τους Αββασίδες και ίδρυσαν το σιιτικό χαλιφάτο του Καΐρου. Ενας κλάδος των Ισμαηλιτών ήταν οι Νιζαρίτες που υποστήριζαν τις αξιώσεις του Νιζάρ, πρωτότοκου γιου του εκλιπόντος χαλίφη της δυναστείας των Φατιμιδών, στην εξουσία. Η θεολογία των Νιζαριτών δίνει έμφαση στην κοινωνική δικαιοσύνη, τον πλουραλισμό και την ανθρώπινη λογική μέσα στο πλαίσιο της μυστικιστικής παράδοσης του Ισλάμ. Τον 11ο αιώνα οι μυστικοί πυρήνες των Νιζαριτών ίδρυσαν το κράτος του «Γέρου του Βουνού» και των ασασίνων, που τρομοκρατούσαν αδιάκριτα Σταυροφόρους και μουσουλμάνους άρχοντες.

5. spread-of-islam-11th-c

Χάρτης που απεικονίζει την επέκταση του Ισλάμ κατά τον 11ο αιώνα μ.Χ.

 

Ο «ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ»

Ο Χασάν ι Σαμπάχ γεννήθηκε το 1034 στην πόλη Κομ, ένα από τα πρώτα κέντρα εγκατάστασης των Αράβων στο Ιράν και οχυρό του δωδεκαδικού Σιισμού. Κατά την παιδική του ηλικία, ο πατέρας του μετακινήθηκε στην πόλη Ρέι, κοντά στη σημερινή Τεχεράνη, όπου ο Χασάν έλαβε θρησκευτική εκπαίδευση. Το επόμενο βήμα ήταν να δώσει όρκο πίστης στο φατιμιδικό Ισλάμ, έτσι όφειλε να μεταβεί στο Κάιρο, ώστε να δώσει το παρών στην Αυλή του χαλίφη. Ωστόσο, μόνο αρκετά έτη αργότερα έμελλε να μεταβεί στην Αίγυπτο.

Ο Βρετανός συγγραφέας και μεταφραστής Εντουαρντ Φιτζέραλντ (1809-1883) συμπεριέλαβε στον πρόλογο της ελεύθερης απόδοσής του των περσικών τετράστιχων («Ρουμπαγιάτ») του ποιητή και επιστήμονα Ομάρ Καγιάμ (1048-1131) μια ιστορία των Περσών χρονικογράφων, που υποτίθεται ότι δίνει την περιγραφή των συμβάντων πριν την αναχώρηση του Χασάν ι Σαμπάχ. Σύμφωνα με αυτήν την αφήγηση, ο Χασάν ι Σαμπάχ, ο Ομάρ Καγιάμ και ο βεζίρης Νιζάμ αλ Μουλκ (1018-1092) ήταν συμμαθητές στον ίδιο δάσκαλο στη Νισαπούρ. Οι τρεις τους συμφώνησαν ότι όποιος έφθανε πρώτος στην επιτυχία και αποκτούσε δύναμη και πλούτο, θα βοηθούσε και τους άλλους δύο. Ο Νιζάμ αλ Μουλκ σύντομα έγινε βεζίρης του σουλτάνου και οι συμμαθητές του του έθεσαν τις αξιώσεις τους. Ο Νιζάμ τους πρότεινε κυβερνητικές θέσεις, τις οποίες αρνήθηκαν ο καθένας για διαφορετικούς λόγους. Ο Ομάρ Καγιάμ επιθυμούσε να αποφύγει τις διοικητικές ευθύνες και προτίμησε τη σύνταξη και την απόλαυση της ήσυχης ζωής, που θα του επέτρεπαν να ασχοληθεί με τα λογοτεχνικά και επιστημονικά ενδιαφέροντά του. Ο Χασάν ι Σαμπάχ αρνήθηκε να συμβιβαστεί με μια επαρχιακή θέση και επεδίωξε υψηλό αξίωμα στην Αυλή. Αφού η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε, σύντομα έγινε υποψήφιος για τη θέση του βεζίρη και αναδείχθηκε σε επικίνδυνο αντίπαλο του ίδιου του Νιζάμ αλ Μουλκ, ο οποίος δολοπλόκησε εναντίον του και με ένα τέχνασμα κατόρθωσε να τον εξευτελίσει ενώπιον του σουλτάνου. Ντροπιασμένος και αγανακτισμένος, ο Χασάν ι Σαμπάχ διέφυγε στην Αίγυπτο, απ’ όπου προετοίμασε την εκδίκησή του.

11. Title page from the first American edition of FitzGerald's translation, 1878

Εξώφυλλο από την πρώτη αμερικανική έκδοση της μετάφρασης των τετράστιχων («Ρουμπαγιάτ») του Αραβα επιστήμονα και ποιητή Ομάρ Καγιάμ από τον Εντουαρντ Φιτζέραλντ το 1878. Στο έργο αυτό περιλαμβάνεται μια μυθική περιγραφή της σχέσης των Χασάν ι Σαμπάχ, Ομάρ Καγιάμ και Νιζάμ αλ Μουλκ.

Παρ’ όλα αυτά, η ιστορία που αφηγείται ο Φιτζέραλντ είναι ανακριβής. Ο Νιζάμ αλ Μουλκ γεννήθηκε το αργότερο το 1020 και δολοφονήθηκε το 1092. Οσον αφορά τον Χασάν ι Σαμπάχ, αναφέρεται ότι γεννήθηκε το 1034 και απεβίωσε το 1124, ενώ ο Ομάρ Καγιάμ γεννήθηκε το 1048 και απεβίωσε το 1131. Σύμφωνα με αυτές τις χρονολογίες είναι απίθανο και οι τρεις να ήταν ταυτόχρονα συμμαθητές, εφόσον ο Νιζαμ αλ Μουλκ ήταν αρκετά μεγαλύτερος από τους άλλους δύο. Επίσης, δεν υπάρχει καμία μαρτυρία ότι ο Χασάν ι Σαμπάχ σπούδασε στη Νισαπούρ. Επομένως, οι περισσότεροι ερευνητές απορρίπτουν αυτήν τη γραφική ιστορία ως μύθο.

Μια πιο πειστική εξήγηση της αναχώρησης του Χασάν δίδεται από άλλους ιστορικούς. Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, ο Χασάν ήλθε σε σύγκρουση με τις αρχές της πόλης Ρέι, οι οποίες τον κατηγόρησαν για υπόθαλψη Αιγύπτιων πρακτόρων. Προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη, εγκατέλειψε την πόλη και άρχισε μια σειρά από ταξίδια, καταλήγοντας τελικά στην Αίγυπτο. Ο Χασάν διέμεινε στην πόλη επί τρία έτη, πρώτα στο Κάιρο και κατόπιν στην Αλεξάνδρεια. Σύντομα όμως ήλθε σε σύγκρουση με τον αρχηγό του στρατού Μπαντρ αλ Τζαμάλι, επειδή υποστήριξε τον Νιζάρ, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί και να απελαθεί από τη χώρα.

Επειτα από πολλές περιπλανήσεις, ο Χασάν εστίασε την προσοχή του στο βορειότερο τμήμα του Ιράν, στις επαρχίες Γκιλάν και Μαζανταράν της Κασπίας και ιδιαίτερα στην ορεινή περιοχή του Νταϊλάμ. Αυτές οι περιοχές, βόρεια της οροσειράς που περιβάλλει το μεγάλο υψίπεδο του Ιράν, ήταν διαφορετικές ως προς τη γεωμορφολογία τους από την υπόλοιπη χώρα και κατοικούντο από έναν σκληραγωγημένο, πολεμοχαρή και ανεξάρτητο λαό, τον οποίο οι Ιρανοί θεωρούσαν ξένο και επικίνδυνο.

8. Dailam_soldier

Στρατιώτης από την περιοχή του Νταϊλάμ. Οι κάτοικοι στην περιοχή αυτήν φημίζονταν για τη σκληραγωγία τους. Πρόκειται για την περιοχή όπου ο Χασάν ι Σαμπάχ προσηλυτίστηκε στον Ισμαηλισμό και εγκατέστησε το αρχηγείο του.

Κατά την αρχαία εποχή, οι ηγέτες της Περσίας ουδέποτε κατάφεραν να υποτάξουν αυτόν τον λαό, σε αντίθεση με τους Αραβες κατακτητές της Περσίας, που σημείωσαν μεγαλύτερη επιτυχία. Μάλιστα λέγεται ότι ο Αραβας ηγέτης Αλ Χατζάζ ιμπν Γιούσουφ (661-714) επρόκειτο να επιτεθεί στο Νταϊλάμ και είχε προετοιμάσει έναν χάρτη της χώρας, που απεικόνιζε τα όρη, τις κοιλάδες και τα περάσματα. Ο Αλ Χατζάζ έδειξε αυτόν τον χάρτη σε μια αντιπροσωπεία από το Νταϊλάμ, καλώντας τους σε παράδοση, ανακοινώνοντας πως διαφορετικά θα εισέβαλλε και θα κατέστρεφε τη χώρα τους. Εκείνοι όμως, βλέποντας τον χάρτη, απάντησαν: «Σε πληροφόρησαν ορθά σχετικά με τη χώρα μας, καθώς αυτή είναι η εικόνα της. Αλλά δεν σου έδειξαν τους πολεμιστές που υπερασπίζονται αυτά τα περάσματα και τα όρη. Θα μάθεις σχετικά με αυτούς, αν το επιχειρήσεις». Με το πέρασμα του χρόνου, το Νταϊλάμ εξισλαμίστηκε, δια της ειρηνικής διείσδυσης και όχι μέσω της κατάκτησης.

Σε αυτούς τους βόρειους λαούς –που αποτελούντο κυρίως από σιίτες που είχαν διαποτιστεί από την ισμαηλική προπαγάνδα– ο Χασάν ι Σαμπάχ προσπάθησε να εγκαθιδρύσει την κυριαρχία του. Το πολεμικό του δόγμα άσκησε ιδιαίτερη γοητεία στους μαχητικούς και δυσαρεστημένους κατοίκους των ορέων Νταϊλάμ και Μαζανταράν. Αποφεύγοντας τις πόλεις, ο Χασάν κατευθύνθηκε στις ερήμους μέσω του Κουζεστάν και του ανατολικού Μαζανταράν και τελικά εγκαταστάθηκε στο Νταμγκάν, όπου διέμεινε επί τρία έτη. Από αυτήν τη βάση απέστειλε ιεραποστόλους για να κηρύξουν στους κατοίκους των ορεινών περιοχών, ενώ ο ίδιος ταξίδεψε ακούραστα για να συνδράμει τις προσπάθειές τους.

Οι δραστηριότητές του σύντομα προσέλκυσαν την προσοχή του βεζίρη, ο οποίος διέταξε τις αρχές της Ρέι να τον συλλάβουν, χωρίς όμως να τα καταφέρουν. Αποφεύγοντας την πόλη Ρέι, ο Χασάν μετέβη στην ορεινή περιοχή του Καζβίν, που αποτελούσε την ιδανικότερη βάση, ώστε να εκστρατεύσει στο Νταϊλάμ. Κατά τη διάρκεια των ατέρμονων ταξιδιών του, ο Χασάν δεν ασχολήθηκε μόνο με τον προσηλυτισμό, αλλά παράλληλα μερίμνησε για την ανεύρεση μιας νέας βάσης, η οποία δεν θα αποτελούσε μια παράνομη κρύπτη σε κάποια πόλη που θα ενείχε τον συνεχή κίνδυνο να ανακαλυφθεί, αλλά ένα μακρινό και απρόσιτο οχυρό, από το οποίο ατιμώρητα θα μπορούσε να διευθύνει τον πόλεμο εναντίον της Αυτοκρατορίας των Σελτζούκων.

 

ΤΟ ΑΛΑΜΟΥΤ

2. Assassin fortress of Alamut. Persian miniature

Το κάστρο των ασασίνων στο Αλαμούτ (περσική μινιατούρα άγνωστου καλλιτέχνη του 15ου αιώνα).

Τελικά, ο Χασάν επέλεξε ως ορμητήριό του το κάστρο του Αλαμούτ, κτισμένο σε μια στενή κορυφογραμμή στην καρδιά των ορέων Ελμπούρζ, που δέσποζε σε μια περίκλειστη κοιλάδα μήκους 50 και πλάτους 5 χλμ. Σε υψόμετρο 1.800 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, το κάστρο βρισκόταν στην κορυφή ενός βράχου ύψους 180 μ., έχοντας ως μόνη πρόσβαση ένα στενό, απόκρημνο και ελικοειδές μονοπάτι.

Το κάστρο φέρεται να κτίστηκε από τον Βαχσουντάν μπιν Μαρζουμπάν, κυβερνήτη της δυναστείας των Ιουστανιδών, το 840. Μάλιστα, σύμφωνα με την παράδοση, ο κυβερνήτης αντιλήφθηκε τη στρατηγική αξία της συγκεκριμένης τοποθεσίας μια ημέρα που είχε βγει για κυνήγι με έναν εκπαιδευμένο αετό ο οποίος προσγειώθηκε εκεί. Ετσι οικοδόμησε άμεσα ένα κάστρο το οποίο ονομάστηκε Αλούχ Αμούτ, που στο ιδίωμα των κατοίκων του Νταϊλάμ σημαίνει «φωλιά του αετού». Το κάστρο ξανακτίστηκε από έναν ηγέτη μιας εκ των δυναστειών των Αλίντ το 860. Οι δυναστείες των Αλίντ κατάγονταν από τον Αλή ιμπν Αμπού Τάλιμπ, τον γαμπρό του Μωάμεθ, τον οποίον οι σιίτες θεωρούσαν ως τον πρώτο ιμάμη και πρώτο ορθόδοξο χαλίφη. Κατά την περίοδο της άφιξης του Χασάν, το κάστρο βρισκόταν στην ιδιοκτησία ενός Αλίντ με το όνομα Μαχντί, στον οποίον το είχε παραχωρήσει ο Σελτζούκος σουλτάνος.

Η κατάληψη του Αλαμούτ σχεδιάστηκε προσεκτικά. Από το Νταμγκάν, ο Χασάν είχε αποστείλει ιεραποστόλους να κηρύξουν στα χωριά πέριξ του Αλαμούτ. Μερικοί από τους κατοίκους του Αλαμούτ μεταστράφηκαν από τους ιεραποστόλους και επεδίωξαν να μεταστρέψουν και τον Αλίντ. Εκείνος προσποιήθηκε ότι είχε υποχωρήσει, ωστόσο στη συνέχεια κατάφερε να εκδιώξει όλους τους προσήλυτους και έκλεισε τις πύλες του κάστρου λέγοντας ότι ανήκε στον σουλτάνο. Μετά από μακριά συζήτηση, τους δέχθηκε εκ νέου, αλλά εκείνοι δεν συμφώνησαν με τις προτάσεις του. Με τους οπαδούς του τώρα εγκατεστημένους στο κάστρο, ο Χασάν εγκατέλειψε το Καζβίν για το γειτονικό Αλαμούτ, όπου παρέμεινε κρυμμένος.

Στη συνέχεια, στις 4 Σεπτεμβρίου 1090, ο Χασάν μεταφέρθηκε μυστικά εντός του κάστρου. Για κάποιο χρονικό διάστημα παρέμεινε μεταμφιεσμένος, αλλά με την πάροδο του χρόνου η ταυτότητά του έγινε γνωστή. Ο πρώην ιδιοκτήτης συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, ωστόσο δεν μπορούσε να ανατρέψει τις εξελίξεις. Ο Χασάν τού επέτρεψε να αποχωρήσει και, σύμφωνα με τους Πέρσες χρονικογράφους, του κατέβαλε 3.000 χρυσά δηνάρια ως αμοιβή για το κάστρο.

 

Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΧΑΣΑΝ Ι ΣΑΜΠΑΧ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΠΑΔΩΝ ΤΟΥ

Ο Χασάν ι Σαμπάχ είχε πλέον εδραιώσει την κυριαρχία του στο Αλαμούτ. Από τη στιγμή της εισόδου του στο κάστρο έως τον θάνατό του 35 έτη αργότερα, δεν κατέβηκε ποτέ από τον βράχο και μόνο δύο φορές εξήλθε από την οικία του (σαράι), για να ανέβει στη σκεπή. «Τον υπόλοιπο χρόνο έως τον θάνατό του», σημειώνει ο ιστορικός Ρασίντ-αλ Ντιν Χαμαντανί (1247-1318), «τον πέρασε εντός της οικίας του, όπου απασχολείτο με την ανάγνωση βιβλίων, υπαγορεύοντας τη συγγραφή του προσηλυτιστικού κηρύγματος και διαχειριζόμενος τις υποθέσεις του βασιλείου του, ζώντας έναν ασκητικό, λιτό και ευσεβή βίο».

Αρχικά το καθήκον του Χασάν ήταν διττό: να κερδίσει νεοφώτιστους και να κατακτήσει περισσότερα κάστρα. Από το Αλαμούτ έστειλε ιεραποστόλους και πράκτορες προς διάφορες κατευθύνσεις. Προφανής στόχος ήταν ο έλεγχος των πλησιέστερων γειτόνων, ιδιαίτερα της περιφέρειας Ρουντμπάρ όπου έρρεε ο ομώνυμος ποταμός Σαχ Ρούντ. Στη Ρουντμπάρ δεν υπήρχαν πόλεις ή στρατιωτική και πολιτική εξουσία -οι υποστηρικτές των Ισμαηλιτών ζούσαν σε χωριά και δήλωναν υποταγή στους τοπικούς ευγενείς των κάστρων.

Ο Χασάν προσεταιρίστηκε τους γείτονες μέσω τεχνασμάτων και προπαγάνδας, ενώ όσα μέρη αντιστέκονταν κατακτώντο με σφαγές και λεηλασίες. Επιπλέον, κατέλαβε όσο το δυνατόν περισσότερα κάστρα και έκτιζε νέα σε όσα σημεία ήταν κατάλληλα. Μια σημαντική επιτυχία ήταν η κατάληψη, μετά από επίθεση, του κάστρου Λάμπσαρ το 1096 ή το 1102-3. Οι επιτιθέμενοι οδηγούντο από τον Κίγια Μπουζούργκ Ουμίντ, ο οποίος παρέμεινε στο κάστρο ως διοικητής επί 20 έτη. Προς τα νότια και τα ανατολικά βρισκόταν η άγονη ορεινή χώρα του Κουχιστάν, κοντά στα σύγχρονα σύνορα του Ιράν με το Αφγανιστάν. Ο πληθυσμός της ήταν οργανωμένος σε διάσπαρτες και απομονωμένες ομάδες στις οάσεις που περιβάλλονταν από τη Μεγάλη Αλμυρή έρημο του κεντρικού υψιπέδου. Κατά την πρώιμη ισλαμική περίοδο, η περιοχή αυτή αποτέλεσε ένα από τα τελευταία καταφύγια του Ζωροαστρισμού και αφότου μεταστράφηκε στον ισλαμισμό είχε καταστεί καταφύγιο σιιτών και άλλων θρησκευτικών αντιφρονούντων και αργότερα των Ισμαηλιτών.

Το 1091-2 ο Χασάν ι Σαμπάχ αποφάσισε να στείλει έναν ιεραπόστολο στο Κουχιστάν, ώστε να κινητοποιήσει και να επεκτείνει την υποστήριξη στους Ισμαηλίτες. Τελικά επέλεξε τον Χουσεΐν Καϊνί, έναν ικανό ιεραπόστολο, ο οποίος καταγόταν από το Κουχιστάν και είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον προσηλυτισμό του Αλαμούτ. Η αποστολή του στέφθηκε άμεσα με επιτυχία, καθώς ο πληθυσμός του Κουχιστάν υπέφερε υπό την ηγεμονία των Σελτζούκων. Στο ανατολικό Κουχιστάν, όπως και στο Ρουντμπάρ, οι Ισμαηλίτες σχεδόν πέτυχαν να εγκαθιδρύσουν αυτόνομο καθεστώς.

Οι ορεινές περιοχές είχαν προφανή πλεονεκτήματα για τη στρατηγική της επέκτασης των Ισμαηλιτών. Μια από αυτές βρισκόταν στη νοτιοδυτική Περσία, στην έκταση μεταξύ του Κουζεστάν και του Φαρς. Ο ηγέτης των Ισμαηλιτών εκεί ήταν ο Αμπού Χάμζα, ένας υποδηματοποιός από το Αραζάν, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Αίγυπτο και επέστρεψε ως ιεραπόστολος των Φατιμιδών. Ο Χάμζα κατέλαβε δύο κάστρα, λίγα χιλιόμετρα από το Αραζάν, και τα χρησιμοποίησε ως βάση για περαιτέρω επέκταση.

Ενώ μερικοί ιεραπόστολοι των Ισμαηλιτών αποκτούσαν και σταθεροποιούσαν θέσεις σε προκεχωρημένα φυλάκια, άλλοι είχαν μεταφέρει τη θρησκευτική προπαγάνδα στα κέντρα της ορθοδοξίας των Σουνιτών και της εξουσίας των Σελτζούκων. Αυτοί ήταν που προκάλεσαν τις πρώτες διαμάχες με θύματα. Το πρώτο επεισόδιο συνέβη στη μικρή πόλη Σάβα, στο υψίπεδο κοντά στις πόλεις Ρέι και Κομ. Μια ομάδα 18 Ισμαηλιτών συνελήφθη από έναν αρχηγό της αστυνομίας επειδή ένωσαν μαζί προσευχές που έπρεπε να γίνουν ξεχωριστά, ωστόσο ύστερα από ανάκριση οι Ισμαηλίτες αφέθηκαν ελεύθεροι.

Στη συνέχεια προσπάθησαν να προσηλυτίσουν έναν μουεζίνη (1) από τη Σάβα, ο οποίος ζούσε στο Ισφαχάν, εκείνος όμως αρνήθηκε να ασπαστεί το δόγμα τους και οι Ισμαηλίτες, φοβούμενοι ότι θα τους καταγγείλει, τον δολοφόνησαν. Αυτός, σύμφωνα με τον Αραβα ιστορικό Αλή ιμπν αλ Αθίρ (1160-1233), υπήρξε το πρώτο θύμα τους. Η είδηση του φόνου έφθασε στον βεζίρη Νιζάμ αλ Μουλκ, ο οποίος διέταξε την εκτέλεση του επικεφαλής της ομάδας των Ισμαηλιτών, ενός ξυλουργού ονόματι Ταχίρ, γιου ενός κήρυκα που είχε καταλάβει διάφορες θρησκευτικές θέσεις και είχε λυντσαριστεί από έναν όχλο στο Κερμάν επειδή υποπτεύονταν ότι ήταν Ισμαηλίτης. Ο Ταχίρ εκτελέστηκε για παραδειγματισμό και το σώμα του σύρθηκε μέσα από τον χώρο της αγοράς. Σύμφωνα με τον Αλή ιμπν αλ Αθίρ (1160-1233), ήταν ο πρώτος Ισμαηλίτης που εκτελέστηκε.

Το 1092 οι Σετλζούκοι προσπάθησαν για πρώτη φορά να αντιμετωπίσουν την απειλή των Ισμαηλιτών με στρατιωτικά μέσα. Ο σουλτάνος Μαλίκ Σαχ Α’ (1055-1092) πραγματοποίησε δύο εκστρατείες, μία εναντίον του Αλαμούτ και μία εναντίον του Κουχιστάν. Και οι δύο απωθήθηκαν, η πρώτη ιδιαίτερα με τη βοήθεια υποστηρικτών από τις περιοχές του Ρουντμπάρ και του Καζβίν.

 

Η ΠΡΩΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΣΑΣΙΝΩΝ

Οι Ισμαηλίτες σημείωσαν την πρώτη μεγάλη επιτυχία τους στην τέχνη που έμελλε να λάβει το όνομά της από αυτούς: την τέχνη της δολοφονίας. Το θύμα που επέλεξαν ήταν ο ισχυρός βεζίρης οι προσπάθειες του οποίου να καταστείλει την εξέγερση τον κατέστησαν τον πιο επικίνδυνο εχθρό τους. Ο Χασάν ι Σαμπάχ κατέστρωσε προσεκτικά τα σχέδιά του: «Ο αφέντης μας έστησε δόκανα και παγίδες, ώστε να πιάσει πρώτα απ’ όλα ένα καλό θήραμα, όπως είναι ο Νιζάμ αλ Μουλκ στα δίχτυα του θανάτου και του ολέθρου, ενώ με αυτήν την πράξη μεγάλωσαν η φήμη και ο θρύλος του», σημειώνει ο Ρασίντ αλ Ντιν Χαμαντανί στην «Επιτομή των Χρονικών» του, βασισμένος σε πρωτότυπα κείμενα από το κάστρο του Αλαμούτ.

Ο Χασάν χρησιμοποίησε την εξαπάτηση, θέτοντας τα θεμέλια της πρακτικής των «αφοσιωμένων» (fidais) (2). Μάλιστα, σύμφωνα με τον Ρασίντ αλ Ντιν, απευθυνόμενος στους υπηκόους του είπε: «Ποιος από εσάς θα μας απαλλάξει από το κράτος του κακού του Νιζάμ αλ Μουλκ;». Τότε ένας άνδρας ονόματι Μπού Ταχίρ Αρανί έθεσε το χέρι στο στήθος αποδεχόμενος την αποστολή. Τη νύκτα της 10ης του μηνός Ραμαντάν του 485 έτους Εγίρας (14 Οκτωβρίου 1092) στην περιοχή Ναχαβάντ, ο Αρανί έφθασε μεταμφιεσμένος σε δερβίση και κατάφερε ένα θανατηφόρο πλήγμα με ξιφίδιο στον Νιζάμ αλ Μουλκ, την ώρα που βρισκόταν στο φορείο του. Αφού πραγματοποίησε την πρώτη αποστολή δολοφονίας των ασασίνων, ο απεσταλμένος του Χασάν υπέστη μαρτυρικό θάνατο.

6. An agent (fida’i) of the Ismailis («Order of Assassins») (left, in white turban) fatally stabs Nizam al-Mulk in 1092

Ενα αφοσιωμένο μέλος (fidai) των Ισμαηλιτών (τάγμα των ασασίνων) (στα αριστερά, με λευκό τουρμπάνι) καταφέρνει το μοιραίο κτύπημα με ξιφίδιο στον Νιζάμ αλ Μουλκ το 1092.

Ακολούθησε μια σειρά από παρόμοιες επιθέσεις. Με έναν τρομοκρατικό πόλεμο υπολογισμένο με κάθε λεπτομέρεια, οι ασασίνοι επέφεραν τον θάνατο σε κυριάρχους, στρατηγούς, κυβερνήτες, ακόμη και ιερωμένους που είχαν καταδικάσει τα ισμαηλιτικά δόγματα και είχαν εξουσιοδοτήσει την καταπίεση των φορέων τους. Για τα θύματά τους οι ασασίνοι ήταν φανατικοί εγκληματίες, που αναμιγνύονταν σε μια θανατηφόρα συνωμοσία εναντίον της θρησκείας και της κοινωνίας. Για τους Ισμαηλίτες ήταν ένα επίλεκτο σώμα επιστρατευμένο στον πόλεμο εναντίον των εχθρών του ιμάμη.

Εξαλείφοντας καταπιεστές και σφετεριστές, οι ασασίνοι παρείχαν την απόλυτη απόδειξη της πίστης και της αφοσίωσής τους, κερδίζοντας άμεση και αιώνια ευδαιμονία. Οι ίδιοι οι Ισμαηλίτες χρησιμοποιούσαν τον όρο «αφοσιωμένος» (fidai) για τον δολοφόνο. Στα τοπικά ισμαηλιτικά χρονικά του Αλαμούτ, που παρατίθενται από τους ιστορικούς Ρασίντ αλ Ντιν Χαμαντανί και Αλή Κασανί (πέθανε το 1337), υπάρχει ένας τιμητικός κατάλογος δολοφονιών, στον οποίο αναφέρονται τα ονόματα των θυμάτων και των ευσεβών εκτελεστών τους.

 

ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΑΛΑΜΟΥΤ

Το βασικό κέντρο της ισμαηλιτικής δύναμης βρισκόταν στο μεγάλο οχυρό του Αλαμούτ, όπου διέμενε ο Χασάν ι Σαμπάχ. Το 1078 ο σουλτάνος απέστειλε ένα εκστρατευτικό σώμα στην πόλη Ρουντμπάρ, υπό τη διοίκηση του βεζίρη Αχμάντ ιμπν Νιζάμ αλ Μουλκ. Ο βεζίρης είχε προσωπικούς λόγους να μισεί τους Ισμαηλίτες, καθώς ο πατέρας του, Νιζάμ αλ Μουλκ, ήταν ο πρώτος από τα θύματά τους και ο αδελφός του, Φακρ αλ Μουλκ, είχε δολοφονηθεί από το στιλέτο ενός ασασίνου στη Νισαπούρ το προηγούμενο έτος. Η εκστρατεία σημείωσε κάποιες επιτυχίες και προκάλεσε μεγάλα δεινά στους Ισμαηλίτες, αλλά απέτυχε ως προς τον τελικό σκοπό της, δηλαδή την κατάκτηση ή την καταστροφή του Αλαμούτ.

Η κατάληψη του Αλαμούτ με απευθείας επίθεση ήταν μάλλον αδύνατη. Ετσι ο σουλτάνος ακολούθησε μια άλλη μέθοδο, έναν πόλεμο φθοράς που ήλπιζε ότι θα εξασθενούσε τους Ισμαηλίτες και θα έκαμπτε εντελώς την αντίστασή τους. Στις αρχές του έτους 1117-18, μετά από οκτώ έτη πολέμου, έγινε γνωστό ότι ο Χασάν και οι άνδρες του ήταν αδύναμοι και τα τρόφιμά τους είχαν εξαντληθεί, οπότε ο Σελτζούκος σουλτάνος Μωχάμεντ Α’ διόρισε τον ατάμπεη (3) Νουστεγκίν Σιργκίρ ως διοικητή των στρατευμάτων και τον διέταξε να πολιορκήσει τα κάστρα των Ισμαηλιτών. Οταν όμως στήθηκαν οι καταπέλτες, άρχισαν την επίθεση και ήταν έτοιμοι να καταλάβουν τα κάστρα, έφθασε η είδηση ότι ο Μωχάμεντ Α’ είχε αποβιώσει στο Ισφαχάν. Ετσι, τα στρατεύματα διασκορπίστηκαν και οι Ισμαηλίτες, ελεύθεροι πλέον, έσυραν εντός των κάστρων όλες τις προμήθειες, τον οπλισμό και τα εφόδια του στρατού του σουλτάνου.

10. NizamIranianEditedPicture

Προτομή του Νιζάμ αλ Μουλκ στην πόλη Μασάντ του Ιράν.

«ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ» – Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΧΑΣΑΝ Ι ΣΑΜΠΑΧ

Οι Ισμαηλίτες εκείνης της εποχής δεν πρέπει να περιφρονούνται ως προς τα διανοητικά επιτεύγματά τους. Ο Χασάν ι Σαμπάχ διέθετε ιδιαίτερες πνευματικές ικανότητες. Ο Χασάν με ζήλο υιοθέτησε το σιιτικό δόγμα του ταλίμ (αυθεντική διδασκαλία), σύμφωνα με το οποίο οι μουσουλμάνοι δεν είχαν δικαίωμα επιλογής όσον αφορά τα θρησκευτικά θέματα, αλλά όφειλαν να στηρίζονται σε έναν ιμάμη. Το σημαντικότερο έργο του Χασάν είναι «Τα τέσσερα κεφάλαια» (al-Fuşûl al-arba‘a), μια σειρά από τέσσερις προτάσεις, με τις οποίες ασκούσε κριτική στο δόγμα του ταλίμ.

Η πρώτη πρόταση αντιτίθεται στον ορθολογισμό, σύμφωνα με τον οποίο η ατομική διάνοια αποτελεί την έσχατη αυθεντία και επαρκεί για να προσφέρει στον άνθρωπο την επιθυμητή απόλυτη αλήθεια για τον Θεό. Κατά τον Χασάν, είτε κανείς προσπαθεί να γνωρίσει την αλήθεια για τον Θεό μόνο διαμέσου της λογικής άνευ διδασκάλου, είτε οφείλει να αποδεχθεί ότι δεν υφίσταται οδός προς τη λογική παρά μόνο διαμέσου ενός αξιόπιστου διδασκάλου. Εάν κανείς αποδεχθεί το πρώτο, τότε δεν μπορεί να αρνηθεί τη λογική κανενός άλλου, διότι όταν αρνείται, έμμεσα ακολουθεί κάποια διδασκαλία. Στην πραγματικότητα, ανάμεσα στους ανθρώπους υφίσταται μια ασυμβίβαστη ποικιλομορφία απόψεων. Επομένως, για να σχηματίσει κανείς μια άποψη, οφείλει να δεχθεί έναν διδάσκαλο, μια αυθεντία, έστω και μόνον εάν πρόκειται για τον εαυτό του. Αυτή είναι μια πρόταση εύκολα αποδεκτή από τους σουνίτες και τους σιίτες μουσουλμάνους. Ωστόσο, με τις επόμενες δύο προτάσεις ο Χασάν εναντιώνεται στους δύο κύριους κλάδους του Ισλάμ.

Στη δεύτερη πρόταση ο Χασάν υποστηρίζει ότι εάν η ανάγκη ενός διδασκάλου είναι βέβαιη, καθένας διδάσκαλος είναι αποδεκτός ή χρειάζεται ένας αξιόπιστος διδάσκαλος. Σύμφωνα με τον Χασάν, εάν κάθε διδάσκαλος είναι αποδεκτός, δεν έχει κανείς το δικαίωμα να απορρίψει τον αντίθετο προς αυτόν διδάσκαλο. Στην περίπτωση της απόρριψης, αναγκαστικά παραδέχεται ότι χρειάζεται ένας σοβαρός και αξιόπιστος διδάσκαλος. Με τη θέση αυτή ο Χασάν άσκησε κριτική στους σουνίτες νομομαθείς (ουλαμά) που πίστευαν ότι η παράδοση διαφυλάττεται από το σύνολο της Κοινότητας των Πιστών και μεταδίδεται από όλους ανεξαιρέτως στην επόμενη γενεά.

Με την τρίτη πρόταση ο Χασάν οδηγείται σε μια διανοητική κορύφωση, όταν διερωτάται: Είτε η αυθεντία ενός διδασκάλου στη λογική και στη γνώση πρέπει να αποδειχθεί, είτε κάθε διδάσκαλος είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτός ως αυθεντία. Αλλά με τη δεύτερη περίπτωση επιστρέφουμε στη δεύτερη πρόταση που αναιρέθηκε, ενώ με την πρώτη γεννάται το ερώτημα: πώς είναι δυνατόν να δείξουμε την αυθεντία ενός δασκάλου χωρίς καμία περαιτέρω αυθεντία για τη απόδειξή μας; Με αυτόν τον τρόπο ο Χασάν επιτίθεται στις απόψεις των σιιτών.

Στην τέταρτη πρόταση ο Χασάν ι Σαμπάχ προτείνει ότι το σκεπτικιστικό δίλλημα του ταλίμ είναι δυνατόν να επιλυθεί εάν κανείς αναγνωρίσει ότι υφίσταται μια διαλεκτική όσον αφορά τόσο τη λογική και τη γνώση όσο και τον διδάσκαλο, δηλαδή τον ιμάμη. Χωρίς τον ιμάμη, τα αποτελέσματα της λογικής και της γνώσης είναι ακατανόητα –όπως διαφάνηκε από τις δύο πρώτες προτάσεις και τα αρνητικά αποτελέσματά τους. Αλλά, όπως φάνηκε και από την τρίτη πρόταση, χωρίς τη λογική και τη γνώση ο ιμάμης είναι ακατανόητος, εφόσον μέσω αυτών αποδεικνύεται ποιος είναι ο ιμάμης. Παρόλο που ο Χασάν φαίνεται να οδηγείται σε αδιέξοδο, στην πραγματικότητα εννοεί ότι η λογική και η γνώση οδηγούν στην αναγνώριση της καθολικής αναγκαιότητας του ιμάμη, χωρίς καθαυτές να μας οδηγούν στον ιμάμη.

Αλλά η τέταρτη πρόταση υποδηλώνει και κάτι άλλο, που πολύ ενόχλησε τους Άραβες και τους Πέρσες ερμηνευτές του έργου του Χασάν. Ο μόνος αληθινός ιμάμης πρέπει να είναι εκείνος που εξαρτάται από αυτήν τη διαλεκτική διαδικασία για την απόδειξή του. Ο Χασάν εναντιώθηκε σε κάθε ψευδο-ιμάμη που στηριζόταν σε γενεαλογίες, σε θαύματα ή σε αφανή συμβάντα, εφόσον αυτό το είδος των αποδείξεων δεν προϋποθέτει επαρκή λογική, ικανή να κρίνει τον ίδιο τον ιμάμη –όπως σημειώθηκε στην τρίτη πρόταση. Έτσι ο Χασάν ανέσυρε μια παλαιά σιιτική θέση σύμφωνα με την οποία ο ιμάμης είναι μια απόδειξη του Θεού. Η απόδειξη του ιμάμη δεν είναι εξωγενής ως προς αυτόν, αλλά συνίσταται στην ίδια τη λογική θέση του. Επομένως, ο Χασάν, ομιλώντας για τον δικό του ιμάμη, τον Νιζάρ, ιδρυτή του κλάδου των Νιζαριτών Ισμαηλιτών, θα μπορούσε να επιμείνει ότι ο ιμάμης του ήταν ο μόνος που ισχυριζόταν ότι ήταν η απόδειξη του εαυτού του επιβεβαιώνοντας την αναγκαιότητά του. Στους κριτικούς του, ο Χασάν φαίνεται να λέει: «Ο ιμάμης μου είναι αληθινός γιατί ισχυρίζεται πως είναι αληθινός»! Επομένως, με την κριτική του Χασάν ι Σαμπάχ στο δόγμα του ταλίμ, δίνεται έμφαση στην αυτόνομη διδασκαλία κάθε ιμάμη κάθε εποχής.

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΑΣΑΝ Ι ΣΑΜΠΑΧ

Τον Μάιο του 1124, ο Χασάν ι Σαμπάχ αρρώστησε. Αισθανόμενος πως το τέλος του ήταν κοντά, αποφάσισε να ρυθμίσει το θέμα της διαδοχής του. Ο διάδοχος που επέλεξε ήταν ο Κίγια Μπουζούργκ Ουμίντ, επί 20 έτη διοικητής του μεγαλύτερου και ισχυρότερου κάστρου του κράτους των Νιζαριτών Ισμαηλιτών Λάμπσαρ. Ενας ιστορικός περιγράφει τον Χασάν ως «οξυδερκή, ικανό, γνώστη της γεωμετρίας, της αριθμητικής, της αστρονομίας, της μαγείας κ.ά.». Μάλιστα είχε δημιουργήσει μια εντυπωσιακή βιβλιοθήκη στο Αλαμούτ.

Η βιογραφία του, που διασώθηκε χάρη σε Πέρσες χρονικογράφους, δίνει έμφαση στον ασκητισμό και στην εγκράτειά του. Ακόμη λέγεται ότι την περίοδο που κυβερνούσε το Αλαμούτ κανείς δεν κατανάλωσε οίνο φανερά ούτε τόλμησε να τον βάλει σε δοχεία. Η αυστηρότητα του Χασάν δεν περιοριζόταν μόνο στους αντιπάλους του. Ενας από τους γιους του εκτελέστηκε επειδή κατανάλωσε οίνο, ενώ ένας άλλος καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία –που αργότερα αποδείχθηκε αβάσιμη– της δολοφονίας του κήρυκα Χουσεΐν Καϊνί. Ο Χασάν συνήθιζε να αναφέρει την εκτέλεση των δύο γιων του ως επιχείρημα απέναντι σε όποιον φανταζόταν ότι είχε διεξάγει προπαγάνδα για χάρη τους ή ότι είχε αυτό κατά νου. Τελικά, απεβίωσε σε ηλικία 90 ετών στα μέσα Ιουνίου του 1124.

 

ΟΙ ΔΙΑΔΟΧΟΙ ΤΟΥ ΧΑΣΑΝ Ι ΣΑΜΠΑΧ

Δύο έτη μετά την ανάρρηση του Μπουζούργκ Ουμίντ στην εξουσία, ο σουλτάνος Αχμάντ Σάνζαρ (1085-1157) προέβη σε επίθεση εναντίον των ασασίνων. Η εκδίκηση των τελευταίων δεν άργησε να έλθει, όταν δύο απεσταλμένοι τους δολοφόνησαν τον βεζίρη του σουλτάνου στις 16 Μαρτίου 1127. Ωστόσο, ο κατάλογος των δολοφονιών στην Περσία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μπουζούργκ Ουμίντ δεν είναι υπερβολικά μεγάλος. Ανάμεσα στα θύματα συγκαταλέγονται ένας χαλίφης, ένας κυβερνήτης από το Ταμπρίζ και ένας μουφτής από το Καζβίν. Η μακρόχρονη βασιλεία του Μπουζούργκ Ουμίντ τερματίστηκε με τον θάνατό του, στις 9 Φεβρουαρίου 1138. Στη συνέχεια, η αρχηγεία των Ισμηλιτών πέρασε στα χέρια του γιου του Μπουζούργκ Ουμίντ, Μουχαμάντ. Το πρώτο θύμα του νέου βασιλιά ήταν ένας Αβασίδης πρώην χαλίφης, τον οποίο οι ασασίνοι έσπευσαν να συναντήσουν στο Ισφαχάν, κατά τη διάρκεια της ανάρρωσής του από μια ασθένεια, στις 6 Ιουνίου 1138. Συνολικά, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μουχαμάντ, πραγματοποιήθηκαν 14 δολοφονίες.

Παρ’ όλα αυτά, πολλοί Ισμαηλίτες αναθυμόνταν τις παλιές καλές ημέρες επί βασιλείας του Χασάν ι Σαμπάχ. Ετσι στράφηκαν στον Χασάν, γιο και διάδοχο του Μουχαμάντ, ελπίζοντας σε μια ανανέωση της δύναμης του βασιλείου τους. Ωστόσο, στις 9 Ιανουαρίου 1166, ο Χασάν δολοφονήθηκε από τον γαμπρό του, εξαιτίας των παράδοξων θρησκευτικών πρακτικών του. Ο δεκαεννιάχρονος γιος του Χασάν, Μουχαμάντ Β’ ανακηρύχθηκε διάδοχος, βασιλεύοντας επί μεγάλο χρονικό διάστημα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του δεν συνέβησαν αξιοσημείωτα γεγονότα, εκτός από τη δολοφονία ενός βεζίρη από τους ασασίνους στο χαλιφάτο της Βαγδάτης. 

Την 1η Σεπτεμβρίου του 1210, ο βασιλιάς του Αλαμούτ, Μουχαμάντ Β’ απεβίωσε, πιθανώς εξαιτίας δηλητηρίασης. Ο διάδοχός του Τζαλάλ αλ-Ντιν Χασάν (1187-1221) επρόκειτο να αποδειχθεί αρκετά ισχυρός μονάρχης. Ετσι, αντί να αποστείλει δολοφόνους να εκτελέσουν αξιωματούχους και ιερείς, απέστειλε στρατούς να κατακτήσουν επαρχίες και πόλεις, ενώ έκτισε τζαμιά και βαλανεία σε χωριά, μεταμορφώνοντας την επικράτειά του από άντρο των ασασίνων σε αξιοσέβαστο βασίλειο, συνδεδεμένο με τους γείτονές του με δεσμούς συγγένειας. Ομως έπειτα από δέκα έτη βασιλείας, τον Νοέμβριο του 1221, ο Τζαλάλ αλ-Ντιν Χασάν δολοφονήθηκε. Το 1227, επί του διαδόχου και μοναχογιού του Μουχαμάντ Γ’ (1211-1255), οι ασασίνοι δολοφόνησαν έναν αξιωματούχο με το όνομα Ορκχάμ από τη Χορασμία, ως αντεκδίκηση για τις επιδρομές εναντίον του Κουχιστάν. Επειτα από τον θάνατό του Μουχαμάντ Γ’, ο πρεσβύτερος γιος του, Ρουκν αλ-Ντιν Κουρσχάχ, ανήλθε στην εξουσία το 1255. Αυτός ήταν ο πέμπτος και τελευταίος ιμάμης που βασίλευσε στο Αλαμούτ.

18. Siege of Alamut 1213-1214 in the Jami al-tawarikh by Rashid-al-Din Bibliothèque Nationale de France

Η πολιορκία του Αλαμούτ το 1213-1214 (μικρογραφία χειρογράφου του ιστορικού Ρασίντ αλ Ντιν Χαμαντανί, Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας).

 

Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΛΑΜΟΥΤ

Η μοίρα του τάγματος των ασασίνων δεν ήταν καλύτερη από αυτήν που επιδαψίλευσαν στα θύματά τους. Επειτα από τρεις αιώνες, κατά την περίοδο των κατακτήσεων των Μογγόλων, η κυριαρχία τους έμελλε να λάβει τέλος. Μετά την πρώτη εισβολή του Τζένγκις Χαν στην περιοχή των ασασίνων, ο Γέρος του Βουνού είχε εκούσια ορκιστεί υποταγή σε αυτόν, ενώ κατά τις επόμενες δεκαετίες οι ασασίνοι αναπτύχθηκαν και κάλυψαν το κενό εξουσίας που δημιούργησε η ήττα του Μογγόλου ηγέτη από τον Τούρκο σουλτάνο της Χορασμίας (4).

Αργότερα, όταν ο εγγονός του Τζένγκις Χαν. Μόνγκε Χαν (1209-1259), αναρριχήθηκε στον θρόνο, οι ασασίνοι θεώρησαν ότι η επιστροφή του μεγάλου μογγολικού στρατού και η ανάμιξή του στις υποθέσεις τους θα ανέκοπτε την ανάκτηση των δυνάμεών τους. Μάλιστα, κάποιοι χρονικογράφοι ανέφεραν ότι ο Γέρος του Βουνού απέστειλε μια αντιπροσωπεία στο Καρακορούμ, ώστε να προσφέρει δήθεν υποταγή στον Μόνγκε Χαν. Ωστόσο, τα μέλη της ήταν στην πραγματικότητα εκπαιδευμένοι ασασίνοι με αποστολή τη δολοφονία του. Οι Μογγόλοι απέτρεψαν τη δολοφονία, αλλά εξαιτίας της απόπειρας ο Μόνγκε Χαν αποφάσισε να συντρίψει μόνιμα την αίρεση και να γκρεμίσει τα οχυρά της.

Το 1255 ο ανέθεσε στον αδελφό του Ουλεγκού να ηγηθεί μιας εκτεταμένης μογγολικής εκστρατείας, ώστε να κατακτήσει ή να καταστρέψει τα εναπομείναντα μουσουλμανικά κράτη της νοτιοδυτικής Ασίας. Μεταξύ των περιοχών που υπέταξε ο Ουλεγκού ήταν και τα κάστρα των ασασίνων. Χάρη σε έναν συνδυασμό στρατιωτικής ισχύος, ανηλεούς βομβαρδισμού και υποσχέσεων επιείκειας, ο ιμάμης των Ισμαηλιτών παραδόθηκε στους Μογγόλους στις 19 Νοεμβρίου 1256, και στη συνέχεια ο Ουλεγκού τον περιέφερε από κάστρο σε κάστρο ώστε οι οπαδοί του να παραδοθούν και εκείνοι. Τελικά, τα κάστρα των ασασίνων καταλήφθηκαν την άνοιξη του 1257. Ο ιμάμης πλέον στερείτο χρησιμότητας για τους Μογγόλους και, αφού εστάλη στη Μογγολία, δολοφονήθηκε.

17. Hulagu_Khan14th cent, painting by Rashid al Din Hamadani

Ο Ουλεγκού, Μογγόλος ηγέτης του 14ου αιώνα και εγγονός του Τζένγκις Χαν, κατέκτησε τα κάστρα των ασασίνων το 1257 (απεικόνιση σε χειρόγραφο του ιστορικού Ρασίντ αλ Ντιν Χαμαντανί).

ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΤΩΝ ΑΣΑΣΙΝΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ ΑΡΑΒΕΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ

Από τη σύγκριση των ασασίνων με τους σύγχρονους Αραβο-ισλαμιστές τρομοκράτες προκύπτουν ορισμένες ομοιότητες, η βασικότερη εκ των οποίων είναι ότι ενίοτε στρέφονται εναντίον ενός εξωτερικού εχθρού, των Σταυροφόρων στη μία περίπτωση και των Δυτικών (Αμερικανών και Ευρωπαίων) και Ισραηλινών στην άλλη. Μια άλλη ομοιότητα των ασασίνων με τη σύγχρονη τρομοκρατία αφορά την απόλυτη αφοσίωση των απεσταλμένων τρομοκρατών σε βαθμό αυτοθυσίας στην υπηρεσία του σκοπού τους και στην προσμονή της επουράνιας ανταμοιβής. Επίσης, παρόμοια είναι και η επιδέξια και με υπολογισμένη ακρίβεια δράση και χρησιμοποίηση του τρόμου.

Ωστόσο, υπάρχουν και ενδιαφέρουσες διαφορές ως προς τις μεθόδους και τις διαδικασίες. Τα θύματα που επέλεγαν οι μεσαιωνικοί ασασίνοι ήταν σχεδόν αποκλειστικά ηγέτες και σημαίνουσες προσωπικότητες των λαών – σε αντίθεση με τους σύγχρονους τρομοκράτες, δεν έβλαπταν ποτέ τους καθημερινούς ανθρώπους.

Επίσης, το όπλο των ασασίνων ήταν σχεδόν πάντα το ίδιο (ξίφος ή στιλέτο). Πρέπει να σημειωθεί ότι οι ασασίνοι δεν χρησιμοποιούσαν ασφαλέστερα όπλα που ήταν διαθέσιμα εκείνη την εποχή, όπως το τόξο, τη βαλλίστρα ή άλλα εξ αποστάσεως μεσαιωνικά όπλα ή δηλητήρια. Με άλλα λόγια, επέλεγαν τους δυσκολότερους και τους πλέον προστατευμένους στόχους και τον πιο επικίνδυνο τρόπο επίθεσης. Από αυτήν την άποψη, η χρήση των μαχαιριών ή των οχημάτων από τους σύγχρονους Αραβο-ισλαμιστές τρομοκράτες για την επίθεση σε πλήθος ανθρώπων είναι εγγύτερη στις πρακτικές των ασασίνων. Ο ασασίνος, αφού είχε μαχαιρώσει το θύμα του, δεν προσπαθούσε να αποδράσει ούτε γινόταν κάποια απόπειρα διάσωσής του. Μάλιστα, η επιβίωση μετά από μια τέτοια αποστολή θεωρείτο υποτιμητική.

Οσον αφορά τους βομβιστές αυτοκτονίας, αποτελούν ριζική απομάκρυνση από τις προηγούμενες πίστεις και πρακτικές. Το Ισλάμ έχει καταδικάσει έντονα την αυτοκτονία, θεωρώντας τη μείζονα αμαρτία. Η αυτοκτονία στερεί κάθε αξίωση που πιθανώς έχει ένας μουσουλμάνος για μετά θάνατον μετάβαση στον παράδεισο, και οδηγεί στην καταδίκη του σε αιώνια τιμωρία στην κόλαση, όπου το βασανιστήριο θα είναι η ατελείωτη επανάληψη της πράξης με την οποία διέπραξε την αυτοκτονία.

Ωστόσο, υπήρχε μια σαφής διαφορά ανάμεσα στο να βρει κάποιος τον θάνατο πέφτοντας στα χέρια ενός υπέρτερου εχθρού και στο να πεθάνει από το δικό του χέρι. Στην πρώτη περίπτωση, ο θάνατος που θα συνέβαινε στο πλαίσιο ενός ιερού πολέμου αποτελούσε διαβατήριο για τον παράδεισο, ενώ στη δεύτερη, εκείνη της αυτοκτονίας, οδηγούσε στην κόλαση. Η κατάργηση αυτής της πρωτύτερα ζωτικής διάκρισης έγινε από μερικούς Αραβες θεολόγους κατά τον 20ό αιώνα, οι οποίοι περιέγραψαν τη νέα θεωρία που οι βομβιστές αυτοκτονίας έθεσαν σε πράξη.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στον δυτικό κόσμο οι Αραβο-ισλαμιστές έχουν συνδεθεί με τον φονταμενταλισμό και την τρομοκρατία. Σύμφωνα με αυτήν την οπτική, οι ασασίνοι παραδοσιακά περιγράφονται ως φανατικοί, ανήθικοι και φαύλοι, πρόθυμοι να πεθάνουν για τον αφέντη τους, αποτελώντας την κατεξοχήν αραβο-ισλαμική ετερότητα. Αρχικά ήταν γνωστοί ως χασασίν, επειδή δέχονταν τη θανάτωσή τους με απόλυτη σιγουριά και ειρήνη, σαν να είχαν κάνει χρήση χασίς. Στη μεσαιωνική Ευρώπη οι ασασίνοι είτε δαιμονοποιήθηκαν είτε θεωρήθηκαν υπό την οπτική του ρομαντισμού.

Μάλιστα, ο Μάρκο Πόλο στα «Ταξίδια» του περιγράφει τον Γέρο του Βουνού στον βράχο του Αλαμούτ ως μουσουλμάνο πρίγκιπα που είχε δημιουργήσει έναν πολύ όμορφο κήπο σε μια όμορφη κοιλάδα κλεισμένη ανάμεσα σε δύο ψηλά βουνά. Μεταξύ άλλων είχε φέρει γοητευτικά νεαρά κορίτσια τέλειας ομορφιάς, για να ζήσουν εκεί και να μάθουν να τραγουδούν, να παίζουν μουσικά όργανα και να σαγηνεύουν τους άνδρες. Σύμφωνα με τον Μάρκο Πόλο, ο πρίγκιπας έκτισε αυτό το παλάτι προσποιούμενος ότι ήταν προφήτης και οπαδός του Μωάμεθ και ότι μπορούσε να τοποθετήσει όποιον επιθυμούσε σε αυτόν τον ιδιαίτερο παράδεισο.

Ακόμη ο Μάρκο Πόλο ισχυρίστηκε ότι ο Γέρος του Βουνού είχε στην αυλή του νεαρούς άνδρες ηλικίας 12 έως 20 ετών, επιλεγμένους μεταξύ των ορεσίβιων που ήταν ικανοί στα όπλα, τολμηροί και γενναίοι και αναφέρει ότι τους μιλούσε συνεχώς για τον παράδεισο του Μωάμεθ.

Ενίοτε ο Γέρος του Βουνού έδινε εντολή να προσφερθεί σε δέκα ή δώδεκα από αυτούς τους νεαρούς άνδρες ένα συγκεκριμένο ποτό που τους προκαλούσε υπνηλία, και στη συνέχεια μεταφέρονταν σε διάφορα δωμάτια των παλατιών. Με αυτόν τον τρόπο οι νεαροί άνδρες, μεθυσμένοι από τις απολαύσεις, δεν είχαν καμία αμφιβολία ότι βρίσκονταν στον παράδεισο και δεν ήθελαν να φύγουν ποτέ από εκεί. Τέσσερις ή πέντε ημέρες αργότερα ο Γέρος του Βουνού διέταζε να τους κοιμίσουν ξανά και να τους μεταφέρουν εκτός του κήπου, ώστε να περιγράψουν σε όλους ό,τι είχαν δει στο εσωτερικό του. Η ιστορία προκαλούσε τον θαυμασμό όσων την άκουγαν, καθώς και την επιθυμία για μια παρόμοια ευτυχία. Ο Γέρος του Βουνού απαντούσε ότι, σύμφωνα με την εντολή του προφήτη, όποιος πολεμά για να υπερασπιστεί τον κύριό του θα εισέλθει στον παράδεισο. Με αυτά τα κηρύγματα, σύμφωνα με τον Μάρκο Πόλο, επηρέαζε τη σκέψη τους σε τέτοιον βαθμό ώστε το άτομο το οποίο διέταζε να πεθάνει υπηρετώντας τον, θεωρούσε τον εαυτό του ευτυχή.

19. Nizārī Ismā'īlī Imām in The Travels of Marco Polo Bibliothèque nationale de Francejpeg
Απεικόνιση του ιμάμη των Ισμαηλιτών Νιζαριτών σε μικρογραφία στο έργο «Τα Ταξίδια του Μάρκο Πόλο» («Il Milione»). Στο έργο αυτό ο συγγραφέας παραθέτει μια γραφική και θρυλική περιγραφή του τρόπου με τον οποίον ο Γέρος του Βουνού εξαπατούσε μέσω ενός παραδείσιου κήπου και της χρήσης χασίς νεαρούς άνδρες, ώστε πειθήνια να γίνουν απεσταλμένοι δολοφόνοι του (Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας).

Η αραβο-ισλαμική ετερότητα των ασασίνων υπήρξε ένα αμφίσημο αντικείμενο φόβου και γοητείας, με σημαντική απήχηση στην τέχνη και στη λογοτεχνία, στην ηθική και στην πολιτική. Ομως μόνο μετά τη δημοσίευση της πρωτοποριακής «Πραγματείας για τη δυναστεία των ασασίνων» (1818) του Γάλλου γλωσσολόγου και οριενταλιστή Σιλβεστρ ντε Σασύ (1758-1838) οι ασασίνοι τοποθετήθηκαν εντός του πλαισίου της ισλαμικής ιστορίας ως Νιζαρίτες Ισμαηλίτες, θέτοντας τέλος στις ευφάνταστες υποθέσεις που πρότειναν οι Ευρωπαίοι συγγραφείς από την εποχή των Σταυροφόρων.

Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει ακόμη περισσότερο κατά τον 20ό αιώνα, μέσα από τις πολυάριθμες μελέτες αραβολόγων, οι οποίες πίσω από τους θρύλους για τους κακόφημους ασασίνους ανακάλυψαν την ιστορική πραγματικότητα για τους Νιζαρίτες Ισμαηλίτες. Παρ’ όλα αυτά, τα εχθρικά στερεότυπα επέμειναν και από αυτήν την άποψη είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι κατά τον 21ο αιώνα, σε δημοφιλή βιντεοπαιχνίδια δράσης και περιπέτειας, όπως το «Assassin’s Creed» (5) αλλά και στην ομώνυμη ταινία της 20th Century Fox, οι ασασίνοι δεν εμφανίζονται ως κακοί, αλλά ως ηρωικοί.

20. assassin's creed

Εικόνα από το δημοφιλές βιντεοπαιχνίδι «Assassin’s Creed», που έχει ως θέμα το μυστικό τάγμα των ασασίνων.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

  • Ata-Malik Juvayni: GENGHIS KHAN. THE HISTORY OF THE WORLD CONQUEROR, μτφρ. John Andrew Boyle, Manchester University Press-Unesco Publishing, Manchester, 1997.

  • Bernard Lewis: THE ASSASSINS. A RADICAL SECT IN ISLAM, Basic Books, New York, 2002.

  • Daniel Karlin: RUBAIYAT OF OMAR KAYAM, Oxford University Press, Oxford, 2009.

  • Hermann Lendolt–Samira Skeikh–Kutub Kassam: AN ANTHOLOGY OF ISMAILI LITERATURE. A SHII VISION OF ISLAM, I. B. Tauris – The Institute of Ismaili Studies, London-New York, 2008.

  • Jack Weatherford: GENGHIS KHAN AND THE MAKING OF THE MODERN WORLD, Crown, New York, 2004.

  • Marshall G. S. Hodgson: THE SECRET ORDER OF ASSASSINS. THE STRUGGLE OF THE EARLY NIZARI ISMAILIS AGAINST THE ISLAMIC WORLD, Mutton & Co., ʼs-, Gravenhage, 1955.

  • Mirt Komel: “ORIENTALISM IN ASSASSIN’S CREED: SELF-ORIENTALIZING THE ASSASSINS FROM FORERUNNERS OF MODERN TERRORISM INTO OCCIDENTALIZED HEROES”, Teorija in Praksa, 51 (1/2014), 72-90.

  • Silvestre de Sacy: ΑΣΣΑΣΣΙΝΟΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΟΥΣ, μτφρ. Νέλλη Μπουραντάνη, εκδ. Futura, Αθήνα, 2004.

  • Γεράσιμος Μακρής: ΙΣΛΑΜ. ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΙΣ, ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ, εκδ. Πατάκης, Αθήνα, 2014.

  • Ελένη Μπασούκου–Κονδύλη: ΑΡΑΒΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2008.

  • Μάρκο Πόλο: ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ, μτφρ. Θάνος Σακέτας, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα, 1999.

  • Χασάν Μπαντάουη: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, τ. Α’, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2003.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 

 

  1. Ο μουεζίνης στο Ισλάμ είναι εκείνος που με τη μελωδική φωνή του αναγγέλλει την ώρα της προσευχής και καλεί τους πιστούς στο τζαμί από τον μιναρέ (σήμερα η αναγγελία εναλλακτικά γίνεται από τα ηχεία του τζαμιού, αντικαθιστώντας τον μουεζίνη), εκφωνώντας φράσεις του Κορανίου με γνωστότερη εκείνη: «Αλλάχου Ακμπάρ», που σημαίνει «Ο Θεός είναι μεγάλος».

  2. Η αραβική λέξη fida σημαίνει λύτρωση. Η παραπλήσια λέξη φενταγίν αναφέρεται σε διάφορα θρησκευτικο-στρατιωτικά τάγματα που είναι πρόθυμα να θυσιαστούν. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια μορφή ανταρτοπόλεμου.

  3. Ο ατάμπεης είναι εξελληνισμένη τουρκική λέξη εκ του ατά (κεφαλή) και μπέης (ανώτερος διοικητικός τίτλος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία). Αρχικά αποτελούσε προσωνύμιο των παιδαγωγών των Σελτζούκων πριγκίπων, ενώ αργότερα, όταν οι σουλτάνοι παραχωρούσαν στους νεαρούς πρίγκιπες διάφορα τιμάρια στα οποία υπήρχαν πόλεις και χωριά, την εξουσία σε αυτά ασκούσαν οι αταμπέηδες.

  4. Η Χωρασμία είναι μια μεγάλη όαση στο δέλτα του ποταμού Αμού Ντάρια στη δυτική κεντρική Ασία, που συνορεύει στα βόρεια με τη λίμνη Αράλη, στα ανατολικά με την έρημο Κυζυλκούμ, στα νότια με την έρημο Καρακούμ και στα δυτικά με το υψίπεδο Ουστγιούρτ. Υπήρξε κέντρο του ιθαγενούς χωρεσμιακού πολιτισμού και μιας σειράς βασιλείων.

  5. Η πλοκή στο βιντεοπαιχνίδι «Assassin’s Creed» εκτυλίσσεται μέσα από μια πλασματική ιστορία που αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα βασισμένα στον προαιώνιο αγώνα μεταξύ των ασασίνων, οι οποίοι εκούσια πολεμούσαν για χάρη της ειρήνης, και των Ναϊτών ιπποτών, οι οποίοι επεδίωκαν την ειρήνη μέσω του ελέγχου. Το παιχνίδι αρχικά τοποθετείται στη Γ’ Σταυροφορία στους Αγίους Τόπους το 1191 και η πλοκή περιστρέφεται γύρω από το μυστικό τάγμα της αίρεσης των ασασίνων.